ἐλλόγιμος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐλλόγιμος]], -ον)<br />[[γνωστός]], [[αξιόλογος]] για τη [[μόρφωση]] του<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ελλόγιμος]] και (στον υπερθ. βαθμό) <i>ελλογιμώτατος</i><br />τιμητική [[προσφώνηση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ευυπόληπτος]], [[διαπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[εύγλωττος]]<br /><b>3.</b> [[λογικός]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐλλόγιμος]], -ον)<br />[[γνωστός]], [[αξιόλογος]] για τη [[μόρφωση]] του<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ελλόγιμος]] και (στον υπερθ. βαθμό) <i>ελλογιμώτατος</i><br />τιμητική [[προσφώνηση]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ευυπόληπτος]], [[διαπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[εύγλωττος]]<br /><b>3.</b> [[λογικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλλόγιμος:''' -ον, αυτός που λογαριάζεται (<i>ἐν λόγῳ</i>), [[άξιος]] λόγου, [[σπουδαίος]], [[ένδοξος]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A held in account or regard (ἐν λόγῳ), in high repute, Hdt.2.176, Pl.Prt. 327c, Smp.197a, al.; ἐ. ἐπὶ σοφίᾳ Id.Prt.361e: Sup., Plb.1.2.1, Philostr. VS1.9.1,al. Adv. -μως ib.2.11.1; ἔχειν τινός ib.33.2. II eloquent, Men.Rh.p.354 S. (Sup.), Poll.2.125. Adv. -μως Gloss. III = ἔλλογος, opp. ἄλογος, Corp.Herm.12.6.
German (Pape)
[Seite 801] (ὃ ἐν λόγῳ ἐστί), was in Betracht kommt, in Rechnung, Anschlag gebracht wird; οὐκ ἐλλόγιμον οὐδ' ἐνάριθμον Plat. Phil. 17 e; angesehen, ἐλλόγιμος γενέσθαι ἐν τῇ πόλει Prot. 316 c; καὶ φανὸς ἀπέβη Conv. 197. a; ῥήτωρ Phaedr. 269 d; ἐπὶ σοφίᾳ, wegen der Weisheit, Prot. 361 e; oft bei Folgdn. Auch von anderen Dingen, wie οἶνος Strab. XIII p. 628; αἱ ἐλλογιμώταται τῶν δυναστειῶν Pol. 1, 2, 1; πράξεις Plut. Cat. min. 15; geradezu = gelehrt, Philo. – Adv. ἐλλογίμως, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλόγιμος: -ον, ὁ ἐν λόγῳ ὤν, ὅστις λογαριάζεται, θεωρεῖται σπουδαῖος, σημαίνων, ἔχων ὑπόληψιν, ὡς τὸ ἄξιος λόγου, Ἡρόδ. 2. 176, Πλάτ. Πρωτ. 327C, Συμπ. 197Α, κ. ἀλλ.· ἐλλ. ἐπὶ σοφίᾳ ὁ αὐτ. Πρωτ. 361Ε. ΙΙ. εὔγλωττος, Πολυδ. Β΄, 125. - Ἐπίρρ. -μως Φιλοστρ. Βί. Σοφ. 2. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on fait grand cas, dont on tient compte.
Étymologie: ἐν, λόγος.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [plu. dat. -μοισι Hdt.2.176]
I 1renombrado, reputado, insigne ἱρά Hdt.2.176, οἱ ἐλλόγιμοι ... ἄνδρες ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Prt.361e, cf. Prt.327c, τὰ ... ἐλλόγιμα ἱερὰ ζῴα en la religión egipcia OGI 56.9 (Tanis III a.C.), αἱ ἐλλογιμώταται τῶν προγεγενημένων δυναστειῶν las potencias más célebres del pasado Plb.1.2.1, νέος ἐ. IUrb.Rom.1211, ποιηταί τινες τῶν ἐνλογιμωτάτων SEG 51.641.17 (Lócride II d.C.), ἡ Σμύρνα ἢ Ἔφεσος τοῦ ἐλλογιμωτάτου μέρους ἐστίν Men.Rh.354, cf. IUrb.Rom.686.8 (I d.C.), Poll.2.125, ἄνδρες ἐλλογιμώτατοι Phld.Acad.Hist.31.34, cf. Andro Alex.1, 1Ep.Clem.44.3, Dam.Hist.Phil.109
•subst. οἱ ἐλλογιμώτατοι las personalidades Philostr.VS 492.
2 elocuente τῶν πάνυ ἐλλογίμων ἐγένετο (Ἀριστείδης) Aristid.Pro.111.10
•biz. frec. en sup. como tít. honoríf. ἐλλογιμώτατος trad. de lat. eloquentissimus ὁ ἐ. σχολαστικός SB 11377.1 (V d.C.), POxy.4394.20 (V/VI d.C.), PMasp.117.14 (VI d.C.), IEphesos 3823.1 (crist.), συνήγορος SB 7033.21 (V d.C.), ἔκδικος POxy.1886.1 (V/VI d.C.).
3 racional, reflexivo ἄνδρες op. ἄλογος Corp.Herm.12.6, cf. 7.
II adv. -ως
1 con gran reputación οἱ ἐ. φιλοσοφήσαντες Philostr.VS 591, ὁ Φιλόστρατος καὶ τούτου τοῦ μέρους ἐ. εἶχεν Filóstrato tuvo una gran reputación en esa rama de la elocuencia, Philostr.VS 628.
2 elocuentemente, Gloss.2.51.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλλόγιμος, -ον)
γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του
μσν.- νεοελλ.
ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος
τιμητική προσφώνηση
αρχ.-μσν.
(για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής
αρχ.
1. αξιόλογος, ξεχωριστός
2. εύγλωττος
3. λογικός.
Greek Monotonic
ἐλλόγιμος: -ον, αυτός που λογαριάζεται (ἐν λόγῳ), άξιος λόγου, σπουδαίος, ένδοξος, σε Ηρόδ., Πλάτ.