ἑσπέρα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(14)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἑσπέρα]], Α ιων. τ. ἑσπέρη)<br /><b>1.</b> (ενν. <i>ώρα</i>) το [[τέλος]] της ημέρας, το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη [[δύση]] του ηλίου [[μέχρι]] να επικρατήσει το νυχτερινό [[σκοτάδι]] (ή και [[ακόμη]] περισσότερο)<br /><b>2.</b> (ενν. [[χώρα]]) το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καλή ‘σπέρα», «καλὴν ἐσπέραν» — [[χαιρετισμός]] όταν συναντάμε κάποιον [[μετά]] το [[απόγευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> τα [[γηρατειά]] («[[βίος]] ἐσπέραν [[ἄγει]]» — η ζωή φτάνει [[προς]] το [[τέλος]] της)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ» — [[μόλις]] ήρθε η [[νύχτα]]<br />β) «[[περί]] ἑσπέραν βαθεῑαν» — [[αργά]] το [[βράδυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ.-αττ. τ. (ιων. <i>εσπέρη</i>). Έχει την [[ίδια]] [[σημασία]] με τον επικ. ποιητ. τ. [[έσπερος]], που προήλθε από αρχ. <i>hέσπερος</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙE <i>wesper</i>-<i>os</i> «[[εσπέρα]]») και συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως τα λατ. <i>vesper</i> «[[εσπέρα]]», λιθ. <i>v</i><i>ā</i><i>karas</i>, αρχ. σλαβ. <i>večer</i> [[καθώς]] και με ουαλ. <i>ucher</i>, αρμ. <i>gišer</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εσπερία]], [[εσπερινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσπερίζω]], [[εσπερικός]], [[εσπέριος]], [[εσπερίτης]], [[εσπερόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εσπεραίος]], <i>εσπερίηθεν</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εσπερίδα]], <i>σπερίζω</i>, [[σπερνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α’ συνθετικό) <b>(μον.)</b> [[εσπερόμορφος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ακρέσπερος]], [[εφέσπερος]], [[ποθέσπερος]]).
|mltxt=η (AM [[ἑσπέρα]], Α ιων. τ. ἑσπέρη)<br /><b>1.</b> (ενν. <i>ώρα</i>) το [[τέλος]] της ημέρας, το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη [[δύση]] του ηλίου [[μέχρι]] να επικρατήσει το νυχτερινό [[σκοτάδι]] (ή και [[ακόμη]] περισσότερο)<br /><b>2.</b> (ενν. [[χώρα]]) το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καλή ‘σπέρα», «καλὴν ἐσπέραν» — [[χαιρετισμός]] όταν συναντάμε κάποιον [[μετά]] το [[απόγευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> τα [[γηρατειά]] («[[βίος]] ἐσπέραν [[ἄγει]]» — η ζωή φτάνει [[προς]] το [[τέλος]] της)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ» — [[μόλις]] ήρθε η [[νύχτα]]<br />β) «[[περί]] ἑσπέραν βαθεῑαν» — [[αργά]] το [[βράδυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ.-αττ. τ. (ιων. <i>εσπέρη</i>). Έχει την [[ίδια]] [[σημασία]] με τον επικ. ποιητ. τ. [[έσπερος]], που προήλθε από αρχ. <i>hέσπερος</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙE <i>wesper</i>-<i>os</i> «[[εσπέρα]]») και συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως τα λατ. <i>vesper</i> «[[εσπέρα]]», λιθ. <i>v</i><i>ā</i><i>karas</i>, αρχ. σλαβ. <i>večer</i> [[καθώς]] και με ουαλ. <i>ucher</i>, αρμ. <i>gišer</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εσπερία]], [[εσπερινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσπερίζω]], [[εσπερικός]], [[εσπέριος]], [[εσπερίτης]], [[εσπερόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εσπεραίος]], <i>εσπερίηθεν</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εσπερίδα]], <i>σπερίζω</i>, [[σπερνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α’ συνθετικό) <b>(μον.)</b> [[εσπερόμορφος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ακρέσπερος]], [[εφέσπερος]], [[ποθέσπερος]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑσπέρα:''' Ιων. -έρη, ἡ, Λατ. [[vespera]], [[κυρίως]] θηλ. του [[ἕσπερος]]·<br /><b class="num">I.</b> (ενν. [[ὥρα]]), [[βράδυ]], [[βραδάκι]], [[δειλινό]], [[σούρουπο]], [[βραδιά]], σε Ηρόδ.· <i>ἑσπέρας</i>, κατά το [[βραδάκι]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀπὸ ἑσπέρας [[εὐθύς]], [[αμέσως]] [[μόλις]] νύχτωσε, [[μόλις]] έπεσε το [[σούρουπο]], σε Θουκ·. <i>πρὸς ἑσπέρᾳ</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἐπὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν</i>, σε Ξεν.· <i>ἑσπέρας γιγνομένης</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> (ενν. [[χώρα]]), το δυτικό [[μέρος]] του κόσμου, Λατ. [[occidens]], σε Ευρ.· ἡ πρὸς ἑσπέρην [[χώρη]], η [[χώρα]] προς τα δυτικά, σε Ηρόδ.· <i>τὸ πρὸς ἑσπέρης</i>, στον ίδ.· <i>τὰ πρὸς ἑσπέραν</i>, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑσπέρα Medium diacritics: ἑσπέρα Low diacritics: εσπέρα Capitals: ΕΣΠΕΡΑ
Transliteration A: hespéra Transliteration B: hespera Transliteration C: espera Beta Code: e(spe/ra

English (LSJ)

Ion. ἑσπ-έρη, ἡ, prop. fem. of ἕσπερος:    I (sc. ὥρα), evening, ἑσπέρας at eve, Pi.P.4.40, Eup.322, Pl.Phd.59e, al. ; τῆς ἑσπέρας Alex.125.7 ; also ἑσπέρην Hp.Mul.2.121 ; ἀπὸ ἑσπέρας εὐθύς just at nightfall, Th.3.112 ; ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ Pi.P.11.10 ; πρὸς ἑσπέραν towards evening, Ar.V.1085, X.HG1.1.30, Ev.Luc.24.29 ; εἰς ἑσπέραν Pl.Smp.223d ; ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν ib.220c ; ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν X.HG4.3.22 ; ἑσπέρας γιγνομένης Pl.R.621a ; περὶ ἑσπέραν βαθεῖαν late in the evening, Plu.2.179e : metaph., ὁ βίος ἑσπέραν ἄγει life is wearing to its eve, Alex.228; ἑ. βίον Anon. ap. Arist.Po.1457b24: pl., διχομήνιδες ἑσπέραι evenings when the moon is full, Pi.I.8(7).47.    2 night, μίαν ἑ. αὐλισάμενος J.BJ5.2.1.    II (sc. χώρα) the west, πρὸς ἑσπέραν φέρει E.Or.1260 ; ἡ πρὸς ἑσπέρην [χώρη] Hdt.1.82, cf. 3.115 ; τὸ πρὸς ἑσπέρης Id.8.130, 132, 4.38 ; τὰ πρὸς ἑσπέραν Th.6.2 ; τὴν ἀνατολὴν ποιεῖσθαι ἀφ' ἑσπέρας Arist.Mete.345a3, cf. 344b34 ; τὰ πνεύματα πνεῖ τῆς δείλης ἀπὸ τῆς ἑ. Thphr.Vent.47 : metaph. in political sense, τὰ προφαινόμενα ἀπὸ τῆς ἑ. νέφη Plb.5.104.9, cf. 9.37.10: Ἑ., ἡ, the Western Empire, Agath.4.29,5.16.

German (Pape)

[Seite 1043] ἡ, der Abend, die Abendzeit; ἑσπέρας, Abends, Pind. Ol. 3, 21 P. 4, 40; ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ, mit dem Ende des Abends, mit Einbruch der Nacht, 11, 10; auch im plur., die Abendstunden, I. 7, 44; πρὸς ἑσπέρᾳ Ar. Vesp. 1085; in Prosa die gew. Form, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν Plat. Conv. 220 c; ἑσπέρας γιγνομένης Rep. X, 621 a; häufig ἑσπέρας, Abends; εἰς ἑσπέραν Conv. 223 d, wie Xen. An. 3, 1, 3, auf den Abend; ἀφ' ἑσπέρας εὐθύς Thuc. 3, 112; πρωῒ καὶ πρὸς ἑσπέραν, früh u. Abends, Xen. Hell. 1, 1, 30, wie ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν 4, 3, 22; übertr., ὁ βίος ἑσπέραν ἄγει Alezis in Stob. Fl. 116, 19, wie Arist. poet. 21 das Alter βίου ἑσπέρα heißt. – Von der Himmelsgegend, πρὸς ἑσπέραν φέρει Eur. Or. 1260; τὰ πρὸς ἑσπέραν, die westlichen Gegenden, Thuc. 6, 2, wie Xen. Cyr. 1, 1, 5 u. Sp. – Vgl. ἕσπερος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπέρα: Ἰων. -έρη, ἡ, Λατ. vespera, κυρ. θηλ. τοῦ ἕσπερος· Ι. (ἐξυπακ. ὥρα), ἑσπέρα, «βράδυ» (παρ’ Ὁμ. ἕσπερος), Ἡρόδοτ. 1. 142, Πίνδαρ., κτλ.· ἑσπέρας, κατὰ τὴν ἑσπέραν, τὸ «βράδυ», Πινδ. Π. 4. 70, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 28, Πλάτ., κλ.· τῆς ἑσπέρας Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 3. 8· ὡσαύτως, ἑσπέρην Ἱππ. 644. 25· ἀπὸ ἑσπέρας εὐθὺς Θουκ. 3. 112· ἀνατολὴν ποιεῖσθαι ἀφ’ ἑσπ. Ἀριστ. Μετεωρολ. 1. 7, 12· ἐφ’ ἑσπέρας Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 52· οὕτως, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ Πινδ. Π. 11. 18· πρὸς ἑσπέρᾳ Ἀριστ. Σφ. 1085· εἰς ἢ πρὸς ἑσπέραν, κατὰ τὸ «βράδυ», Πλάτ. Συμπ. 223D, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30· ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν Πλάτ. Συμπ. 220C· ἐπεὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 22· ἑσπέρας γιγνομένης Πλάτ. Πολ. 621Α· περὶ ἑσπ. βαθεῖαν, ἀργὰ τὸ «βράδυ», Πλούτ. 2. 179D: - μεταφ., ὁ βίος ἑσπέραν ἄγει, κλίνει πρὸς τὸ τέλος του, Ἄλεξ. ἐν «Τιτθῇ» 3· βίου ἑσπ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 21, 13: - ἐν τῷ πληθ., αἱ ἑσπεριναὶ ὧραι, Dissen. ἐν Πινδ. Ι. 744. ΙΙ. (ἐξυπακ. χώρα), τὸ πρὸς δυσμὰς μέρος τοῦ κόσμου, ἡ πρὸς δυσμάς, Λατ. occidens, ὡς τὸ Γερμ. Abend, πρὸς ἑσπέραν Εὐρ. Ὀρ. 1260· πληρέστερον, ἡ πρὸς ἑσπέρην χώρη Ἡρόδ. 1. 82· τὸ πρὸς ἑσπέρης ὁ αὐτ. 8. 130· οὕτω, τὰ πρὸς ἑσπέραν Θουκ. 6. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 le soir : ἑσπέρας, le soir ; εἰς τὴν ἑσπέραν XÉN sur le soir ; πρὸς ἑσπέραν XÉN vers le soir ; εὐθὺς ἀφ’ ἑσπέρας XÉN, ἀπὸ ἑσπέρας εὐθύς THC à la tombée de la nuit ; ἑσπέρας γενομένης XÉN le soir venu ; ἑσπέρας ἐπιγενόμενης XÉN le soir étant survenu;
2 la région du couchant : τὰ πρὸς ἑσπέραν THC, ἡ πρὸς ἑσπέρην χώρη HDT, τὸ πρὸς ἑσπέρης HDT la région du couchant ou de l’occident.
Étymologie: fém. de ἕσπερος, cf. lat. vesper.

English (Slater)

ἑσπέρα (
   1 ϝεσπ- (I. 8.44) ) evening ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ (P. 11.10) “ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (I. 8.44) gen., at evening ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.20) “πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” (P. 4.40)

English (Strong)

feminine of an adjective hesperos (evening); the eve (ὥρα being implied): evening(-tide).

English (Thayer)

(ἑσπερινός) ἑσπερινῇ, ἑσπερινον, belonging to the evening, evening: φυλακή, WH (rejected) marginal reading (the Sept.; Xenophon, Dio Cassius, Athen., others.)]

Greek Monolingual

η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη)
1. (ενν. ώρα) το τέλος της ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο)
2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος του ορίζοντα, η δύση
μσν.- νεοελλ.
φρ. «καλή ‘σπέρα», «καλὴν ἐσπέραν» — χαιρετισμός όταν συναντάμε κάποιον μετά το απόγευμα
αρχ.
1. νύχτα
2. μτφ. τα γηρατειάβίος ἐσπέραν ἄγει» — η ζωή φτάνει προς το τέλος της)
3. φρ. α) «ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ» — μόλις ήρθε η νύχτα
β) «περί ἑσπέραν βαθεῑαν» — αργά το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ.-αττ. τ. (ιων. εσπέρη). Έχει την ίδια σημασία με τον επικ. ποιητ. τ. έσπερος, που προήλθε από αρχ. hέσπερος (< ΙE wesper-os «εσπέρα») και συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως τα λατ. vesper «εσπέρα», λιθ. vākaras, αρχ. σλαβ. večer καθώς και με ουαλ. ucher, αρμ. gišer.
ΠΑΡ. εσπερία, εσπερινός
αρχ.
εσπερίζω, εσπερικός, εσπέριος, εσπερίτης, εσπερόθεν
μσν.
εσπεραίος, εσπερίηθεν
νεοελλ.
εσπερίδα, σπερίζω, σπερνός.
ΣΥΝΘ.: (Α’ συνθετικό) (μον.) εσπερόμορφος. (Β συνθετικό) αρχ. ακρέσπερος, εφέσπερος, ποθέσπερος).

Greek Monotonic

ἑσπέρα: Ιων. -έρη, ἡ, Λατ. vespera, κυρίως θηλ. του ἕσπερος·
I. (ενν. ὥρα), βράδυ, βραδάκι, δειλινό, σούρουπο, βραδιά, σε Ηρόδ.· ἑσπέρας, κατά το βραδάκι, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀπὸ ἑσπέρας εὐθύς, αμέσως μόλις νύχτωσε, μόλις έπεσε το σούρουπο, σε Θουκ·. πρὸς ἑσπέρᾳ, σε Αριστοφ.· ἐπὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· ἑσπέρας γιγνομένης, σε Πλάτ.
II. (ενν. χώρα), το δυτικό μέρος του κόσμου, Λατ. occidens, σε Ευρ.· ἡ πρὸς ἑσπέρην χώρη, η χώρα προς τα δυτικά, σε Ηρόδ.· τὸ πρὸς ἑσπέρης, στον ίδ.· τὰ πρὸς ἑσπέραν, σε Θουκ.