σύγκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br />[[είμαι]] [[σύνθετος]] από [[πολλά]] μέρη, συναποτελούμαι, [[συνίσταμαι]] (α. «το [[συμβούλιο]] σύγκειται από [[πέντε]] [[μέλη]]» β. «[[μέλος]] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[δέον]] συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγκείμενο [[στίγμα]]»<br /><b>ναυτ.</b> το [[σημείο]] στο οποίο [[πρέπει]] να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «κατὰ τα συγκείμενα» — [[κατά]] τους όρους της συμφωνίας, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]] [[μαζί]], βρίσκομαι [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[καρπὸς]] δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον [[σπέρμα]] [[μετὰ]] τοῡ περικαρπίου», Θεόφρ.<br />β. «νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾱ κατὰ [[σχῆμα]] συγκείμενος» — [[νεκρός]] του οποίου τα οστά βρίσκονται στην οικεία [[θέση]] το καθένα, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανήκω]] σε..., υπάγομαι σε... («σύγκειται πολιτείας», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για γραπτό λόγο) [[είμαι]] συντεθειμένος, έχω δημιουργηθεί (α. «[[κτῆμα]] ἐς ἀεὶ... ξύγκειται [ὁ [[λόγος]]]», <b>Θουκ.</b><br />β. «συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενοι...», Ισοκρ.<br />γ. «[[οὔπω]] σύγκειται [[τέχνη]] περὶ αὐτῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω επινοηθεί («[[πάντα]] αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται», Λυσ.)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[αποτελώ]] [[άθροισμα]] («oἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφέν [[σχήμα]]», Αρχιμ.)<br />β) [[αποτελώ]] [[αναλογία]] η οποία περιέχει δύο άλλες<br /><b>6.</b> (για οδηγίες) έχω παραδοθεί για [[μεταφορά]]<br /><b>7.</b> (ως απροσ.) <i>σύγκειται</i><br />[[είναι]] συμφωνημένο<br /><b>8.</b> (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ συγκείμενον</i><br />(στη λογ. του Αριστοτ-.) το σύνθετο<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἕν συγκείμενος» — [[σύνθετος]] σε ένα [[σώμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκειμένη [[οὐσία]]»<br />(στη λογ. του <b>Αριστοτ.</b>) η σύνθετη από ύλη [[ουσία]] η οποία έλαβε [[μορφή]].
|mltxt=ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br />[[είμαι]] [[σύνθετος]] από [[πολλά]] μέρη, συναποτελούμαι, [[συνίσταμαι]] (α. «το [[συμβούλιο]] σύγκειται από [[πέντε]] [[μέλη]]» β. «[[μέλος]] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[δέον]] συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγκείμενο [[στίγμα]]»<br /><b>ναυτ.</b> το [[σημείο]] στο οποίο [[πρέπει]] να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «κατὰ τα συγκείμενα» — [[κατά]] τους όρους της συμφωνίας, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]] [[μαζί]], βρίσκομαι [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[καρπὸς]] δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον [[σπέρμα]] [[μετὰ]] τοῡ περικαρπίου», Θεόφρ.<br />β. «νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾱ κατὰ [[σχῆμα]] συγκείμενος» — [[νεκρός]] του οποίου τα οστά βρίσκονται στην οικεία [[θέση]] το καθένα, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανήκω]] σε..., υπάγομαι σε... («σύγκειται πολιτείας», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για γραπτό λόγο) [[είμαι]] συντεθειμένος, έχω δημιουργηθεί (α. «[[κτῆμα]] ἐς ἀεὶ... ξύγκειται [ὁ [[λόγος]]]», <b>Θουκ.</b><br />β. «συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενοι...», Ισοκρ.<br />γ. «[[οὔπω]] σύγκειται [[τέχνη]] περὶ αὐτῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω επινοηθεί («[[πάντα]] αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται», Λυσ.)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[αποτελώ]] [[άθροισμα]] («oἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφέν [[σχήμα]]», Αρχιμ.)<br />β) [[αποτελώ]] [[αναλογία]] η οποία περιέχει δύο άλλες<br /><b>6.</b> (για οδηγίες) έχω παραδοθεί για [[μεταφορά]]<br /><b>7.</b> (ως απροσ.) <i>σύγκειται</i><br />[[είναι]] συμφωνημένο<br /><b>8.</b> (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ συγκείμενον</i><br />(στη λογ. του Αριστοτ-.) το σύνθετο<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἕν συγκείμενος» — [[σύνθετος]] σε ένα [[σώμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκειμένη [[οὐσία]]»<br />(στη λογ. του <b>Αριστοτ.</b>) η σύνθετη από ύλη [[ουσία]] η οποία έλαβε [[μορφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύγκειμαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., βρίσκομαι, [[κείμαι]] από κοινού με, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Παθ. του [[συντίθημι]], είμαι συντεθειμένος, συναποτελούμαι, απαρτίζομαι από, <i>ἔκ τινων</i>, λέγεται για συγκεκριμένα μέρη, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για έργα του γραπτού λόγου, είμαι συντεθειμένος, έχω συγγραφεί, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> έχω επινοηθεί, παρασκευαστεί, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> συμφωνούμαι από [[δύο]] πλευρές, [[δύο]] αντίπαλα μέρη, σε Θουκ.· μτχ., αυτός που έχει συμφωνηθεί, διευθετηθεί, <i>αἱ συγκείμεναι ἡμέραι</i>, σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὰ συγκείμενα</i>, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί, στον ίδ.· ἐκ [[τῶν]] ξυγκειμένων, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>σύγκειται</i>, έχει συμφωνηθεί ή είναι συμπεφωνημένο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, συγκειμένου [[σφι]], με απαρ., [[αφότου]] είχαν συμφωνήσει να..., σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκειμαι Medium diacritics: σύγκειμαι Low diacritics: σύγκειμαι Capitals: ΣΥΓΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: sýnkeimai Transliteration B: synkeimai Transliteration C: sygkeimai Beta Code: su/gkeimai

English (LSJ)

Pass.,

   A lie together, τρεῖς ὁμοῦ σ. S.Aj.1309, cf. Thphr. HP1.2.1; νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος having only the bones lying together in their places, Luc.Philops.31.    II as Pass. of συντίθημι, to be composed or compounded, σύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων Pl.Phd.98c; ἐκ στοιχείων Id.Tht.201e, cf. X.Cyn. 5.29; τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Isoc.15.180; χορὸς ἐξ ἀνθρώπων σ. X.Oec.8.3; μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Pl.R.398d, cf. Phd.92a; δέον συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Arist.Pol.1266a1; of quack-doctors, οἱ ἐξ [ἀδοξίης] συγκείμενοι Hp.Lex1; ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Aeschin.3.229; ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος ἔχων συγκειμένην τὴν ψυχήν Plu.Sull.13; c. gen. only, ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Philostr. Im.1.17; εἰς ἓν σ. compounded into one body, Pl.Phlb.29d: in later Gr. c. gen., belong to, πολιτείας PMasp.20.15 (vi A.D.).    2 of written compositions, to be composed, κτῆμα ἐς αἰεὶ . . ξύγκειται [ὁ λόγος] Th.1.22, cf. Pl.Hp.Ma.286a; ποίημα σ. Id.Ly.221d; λόγοι πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενοι Aeschin.2.47; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι misfortunes composed or invented by poets, Isoc.4.168; οὔπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν no art of Rhetoric has yet been put together, Arist. Rh.1403b35, cf. 1402a17; ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων Id.Metaph.982b19; also λόγος λαμπρὸς καὶ συγκείμενος Suid. s.v. Μεθόδιος; of persons, τὴν γλῶτταν ξ. Philostr.VA4.36.    3 to be contrived, concocted, τῇδε σ. δόλος E.Rh.215; πιστότερον ἢ ἀληθέστερον σ. Antipho 3.3.4; πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Lys.3.26; τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα... συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ concocted, Id.12.48.    4 τὴν οὐσίαν τὴν συγκειμένην composed of matter and form, Arist.Metaph.1054b5; τὸ σ. complex, ib.1051b4, 1076b18, cf. σύνθετος 1.2.    5 Math., to be the sum of . ., ὁ κῶνος, ἐξ ἴσων συγκείμενος κύκλων Democr.155; οἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφὲν σχῆμα Archim.Con.Sph.21, cf. Sph.Cyl.1.11, etc.; ὁσάκις σύγκειται ἁ ΓΔ γραμμὰ ἐν τᾷ ΑΔ as many times as the straight line ΓΔ is contained in ΑΔ, Id.Spir.1; also, to be a ratio compounded of two others, Euc.6.23, Apollon.Perg.Con.1.11, etc.    III to be agreed on by two parties, σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Th.4.111; ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω Pl.Lg.822c; also τὰς σπονδὰς οὐδετέρας ἔφη καλῶς ξυγκεῖσθαι Th.8.43: freq. in part., agreed on, arranged, ἡμέραι αἱ συγκείμεναι Hdt.3.157; ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς σ. Id.6.89; φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ar.Ec.6; ὁ σ. [χρόνος] the time agreed upon, Hdt.4.152; σ. χωρίον Id.8.128, cf. 5.50; κατὰ τὰ σ. according to the terms of the agreement, Id.3.158, etc.; κατὰ τὰ σ. πρός τινα according to what had been agreed on with him, Id.6.14, cf. Arist.Pol.1308a1; ἐκ τῶν ξ. Th.5.25; παρὰ τὰ σ. Luc.JTr.37; ἀπὸ ξ. λόγου Th.8.94.    2 impers. σύγκειται, it has been or is agreed on, τῆς ὥρης ἐς τὴν συνέκειτό σφι ἀπαλλάσσεσθαι Hdt.9.52: abs., καθάπερ ξυνέκειτο Th.4.23; ὥσπερ σ. X.HG5.1.10, cf. Pl.Cra. 433e, etc.; καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ar.Ec.61; συγκειμένου σφι, c. inf., although they had agreed to . ., Hdt.5.62.

German (Pape)

[Seite 967] (s. κεῖμαι), mit, zusammen od. bei einander liegen, Soph. Ai. 1288; übh. perf. pass. zu συντίθημι, zusammengesetzt sein, χορὸς ἐξ ἀνθρώπων συγκείμενός ἐστιν, Xen. Oec. 8, 3; σύγκειταί μοι τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων, Plat. Phaed. 98 c; Theaet. 201 e u. öfter; συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι, von Dichtern zusammengesetzte, erdichtete Begebenheiten, Isocr. 4, 168; πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται, Lys. 3, 26; ὥςπερ ποίημα μακρὸν συγκείμενον, Plat. Lys. 221 d; λόγοι συγκείμενοι ὑπὸ τοῦ σοφιστοῦ, Aesch. 1, 125; bes. verabredet sein, ξυγκείμενα σημεῖα, Ar. Eccl. 6; καθάπερ ἦν ξυγκείμενον, wie es verabredet war, 61; σύγκειται αὐτοῖς, es besteht unter ihnen die Verabredung, sie sind übereingekommen, c. int., Her. 9, 52; τὸ συγκείμενον, die Uebereinkunft, 5, 62; τὰ συγκείμενα, Xen. An. 7, 2, 7; κατὰ τὰ συγκείμενα, nach der Verabredung, Her. 3, 58; Thuc. 3, 70; Xen. An. 6, 2, 7 u. sonst; αἱ συγκείμεναι ἡμέραι, Her. 3, 157; τὸ συγκείμενον, der verabredete Ort, Xen. An. 6, 3, 4; Thuc. 4, 23; πιστότερον σύγκειται, Antiph. 3 γ 4; τὰ ἐπὶ τῇ βλάβῃ συγκείμενα, Lys. 12, 48; καὶ ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω, so soll es ausgemacht sein, Plat. Legg. VII, 827 c; Sp., wie τὰ πρὸς αὐτὸν συγκείμενα αὐτοῖς, Pol. 5, 4, 10; παρὰ τὰ συγκείμενα, Luc. Iov. Trag. 37.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκειμαι: Παθ., κεῖμαι ὁμοῦ, τρεῖς ὁμοῦ ξ. Σοφ. Αἴ. 1309 μετά τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1· νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενος, οὗ τὰ ὀστᾶ κεῖνται ὁμοῦ εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν ἕκαστον, Λουκ. Φιλοψ. 31. ΙΙ. ὡς παθ. τοῦ συντίθημι, ἔχω συντεθῆ, συναποτελοῦμαι, εἶμαι συντεθειμένος, σύγκειται τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων Πλάτ. Φαίδων 98C· ἐκ στοιχείων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 201A, πρβλ. Ξεν. Κυν. 5. 29 τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 193· χορὸς ἐξ ἀνθρώπων ξ. Ξεν. Οἰκ. 8. 3· μέλος ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Πλάτ. Πολ. 398D, πρβλ. Φαίδωνα 92A· πολιτεία σ. ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 18· ἐπὶ ἀπατεώων ἰατρῶν, ἐξ ἀδοξίας συγκείμενος Ἱππ. Νόμ. σ. 2· ἐξ ὀνομάτων σ. ἄνθρωπος Αἰσχίν. 86. 27· σ. τὴν ψυχὴν ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος Πλουτ. Σύλλ. 13· ― μετὰ μόνης γεν., ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Φιλόστρ. 788· εἰς ἕν σ., συντεθειμένος, σύνθετος εἰς ἓν σῶμα, Πλάτ. Φίληβ. 29D. 2) ἐπὶ γραπτοῦ λόγου, κτῆμα ἐς ἀεί... ξύγκειται [ὁ λόγος] Θουκ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286A· σ. ποίημα ὁ αὐτ. ἐν Λύσει 221D λόγος πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενος Αἰσχίν. 34. 18· συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι, συμφοραὶ συντεθειμέναι ἢ ἐπινοηθεῖσαι ὑπὸ ποιητῶν, Ἰσοκρ. 76A· οὕπω σ. τέχνη περὶ αὐτῶν, δὲν ἔχει ἀκόμη ὁρισθῆ (ἢ κανονισθῆ) ῥητορικὴ τέχνη, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 5, πρβλ. 2. 24, 11· ὁ μῦθος σ. ἐκ θαυμασίων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· ― ὡσαύτως, λόγος λαμπρὸς καὶ συγκείμενος, συντεθειμένος ἁπλῶς, τεχνικός, ὡς τὸ Λατ. compositus, Σουΐδ., ἐν λ. Μεθόδιος· καὶ ἐπὶ προσώπων, τὴν γλῶτταν σ. Φιλόστρ. 176. 3) ἔχω ἐπινοηθῆ, παρασκευασθῆ, τῇδε σ. δόλος Εὐρ. Ρῆσ. 215· πιστότερον ἢ ἀληθέστερον σ. Ἀντιφῶν 122. 41· πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Λυσί. 98. 34 τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα..., συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ, παρασκευασθέντα, ὁ αὐτ. 124. 33. 4) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτ., τὸ συγκείμενον = τὸ σύνθετον (ἴδε σύνθετος Ι. 2), Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 10, 1 κἑξ., πρβλ. 9. 3, 4. ΙΙΙ. συμφωνοῦμαι ὑπὸ τῶν δύο μερῶν, σημεῖον ὃ ξυνέκειτο Θουκ. 4. 111· ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Πλάτ. Νόμ. 822C· ὡσαύτως, σπονδαὶ οὐ καλῶς ξύγκεινται Θουκ. 8. 43· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ., ὁ συμπεφωνημένος, ἀπὸ κοινοῦ προσδιωρισμένος, αἱ συγκείμεναι ἡμέραι Ἡρόδ. 3. 157· ἡμέρῃ μιῇ τῆς σ., μίαν ἡμέραν μετὰ τὴν συμπεφωνημένην, ὁ αὐτ. 6. 89· φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 6· ὁ σ. χρόνος, ὁ συμπεφωνημένος χρόνος, Ἡρόδ. 4. 152· τὸ σ. χωρίον ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 5. 50· κατὰ τὰ σ., συμφώνως πρὸς τοὺς ὅρους τῆς συμφωνίας, ὁ αὐτ. 3. 158, κτλ.· κατὰ τὰ σ. πρός τινα, κατὰ τὰ συμπεφωνημένα πρὸς αὐτόν, ὁ αὐτ. 6. 14· πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 4· ἐκ τῶν ξ. Θουκ. 5. 25· παρὰ τὰ σ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 37· ἀπὸ ξ. λόγου Θουκ. 8. 94. 2) ἀπροσ. σύγκειται, ἔχει σημφωνηθῆ ἢ εἶναι συμπεφωνημένον, τῆς ὥρης ἐς τὴν συνεκέετό σφι ἀπαλλάσσεσθαι Ἡρόδ. 9. 52˙ ἀπολ., καθάπερ ξυνέκειτο Θουκ. 4. 23· ὥσπερ σ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 10, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 433E· καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 61· οὕτω, συγκειμένου σφι, μετ’ ἀπαρεμφ., ἀφ’ οὗ εἶχον συμφωνήσῃ, μείνῃ σύμφωνοι..., Ἡρόδ. 5. 62. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 511-512.

French (Bailly abrégé)

1 être étendu ensemble;
2 être formé, composé de, ἔκ τινος ; fig. ὑπὸ ποιητῶν ISOCR être combiné ou imaginé par les poètes;
3 être convenu, arrêté ; • impers. συνέκειτο σφι avec l’inf. HDT il avait été convenu entre eux de ; καθάπερ ξυνέκειτο THC selon ce qui avait été convenu ; συγκειμένη ἡμέρα HDT jour convenu ; κατὰ τὰ συγκείμενα HDT, ἐκ τῶν ξυγκειμένων THC selon ou d’après ce qui était convenu ; παρὰ τὰ συγκείμενα LUC contrairement à ce qui est convenu ; part. abs. • συγκειμένου σφι avec l’inf. HDT puisqu’il avait été convenu avec eux que.
Étymologie: σύν, κεῖμαι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ κεῑμαι
είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ.
γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «συγκείμενο στίγμα»
ναυτ. το σημείο στο οποίο πρέπει να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίας
μσν.-αρχ.
έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», Ηρόδ.
β. «κατὰ τα συγκείμενα» — κατά τους όρους της συμφωνίας, Ηρόδ.)
αρχ.
1. κείμαι μαζί, βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο (α. «καρπὸς δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον σπέρμα μετὰ τοῡ περικαρπίου», Θεόφρ.
β. «νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾱ κατὰ σχῆμα συγκείμενος» — νεκρός του οποίου τα οστά βρίσκονται στην οικεία θέση το καθένα, Λουκιαν.)
2. ανήκω σε..., υπάγομαι σε... («σύγκειται πολιτείας», πάπ.)
3. (για γραπτό λόγο) είμαι συντεθειμένος, έχω δημιουργηθεί (α. «κτῆμα ἐς ἀεὶ... ξύγκειται [ὁ λόγος]», Θουκ.
β. «συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενοι...», Ισοκρ.
γ. «οὔπω σύγκειται τέχνη περὶ αὐτῶν», Αριστοτ.)
4. έχω επινοηθεί («πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται», Λυσ.)
5. μαθημ. α) αποτελώ άθροισμα («oἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφέν σχήμα», Αρχιμ.)
β) αποτελώ αναλογία η οποία περιέχει δύο άλλες
6. (για οδηγίες) έχω παραδοθεί για μεταφορά
7. (ως απροσ.) σύγκειται
είναι συμφωνημένο
8. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) τὸ συγκείμενον
(στη λογ. του Αριστοτ-.) το σύνθετο
9. φρ. α) «εἰς ἕν συγκείμενος» — σύνθετος σε ένα σώμα (Πλάτ.)
β) «ἡ συγκειμένη οὐσία»
(στη λογ. του Αριστοτ.) η σύνθετη από ύλη ουσία η οποία έλαβε μορφή.

Greek Monolingual

ΝΜΑ κεῑμαι
είμαι σύνθετος από πολλά μέρη, συναποτελούμαι, συνίσταμαι (α. «το συμβούλιο σύγκειται από πέντε μέλη» β. «μέλος ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», Πλάτ.
γ. «δέον συγκεῑσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «συγκείμενο στίγμα»
ναυτ. το σημείο στο οποίο πρέπει να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίας
μσν.-αρχ.
έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», Ηρόδ.
β. «κατὰ τα συγκείμενα» — κατά τους όρους της συμφωνίας, Ηρόδ.)
αρχ.
1. κείμαι μαζί, βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο (α. «καρπὸς δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον σπέρμα μετὰ τοῡ περικαρπίου», Θεόφρ.
β. «νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾱ κατὰ σχῆμα συγκείμενος» — νεκρός του οποίου τα οστά βρίσκονται στην οικεία θέση το καθένα, Λουκιαν.)
2. ανήκω σε..., υπάγομαι σε... («σύγκειται πολιτείας», πάπ.)
3. (για γραπτό λόγο) είμαι συντεθειμένος, έχω δημιουργηθεί (α. «κτῆμα ἐς ἀεὶ... ξύγκειται [ὁ λόγος]», Θουκ.
β. «συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενοι...», Ισοκρ.
γ. «οὔπω σύγκειται τέχνη περὶ αὐτῶν», Αριστοτ.)
4. έχω επινοηθεί («πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται», Λυσ.)
5. μαθημ. α) αποτελώ άθροισμα («oἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφέν σχήμα», Αρχιμ.)
β) αποτελώ αναλογία η οποία περιέχει δύο άλλες
6. (για οδηγίες) έχω παραδοθεί για μεταφορά
7. (ως απροσ.) σύγκειται
είναι συμφωνημένο
8. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) τὸ συγκείμενον
(στη λογ. του Αριστοτ-.) το σύνθετο
9. φρ. α) «εἰς ἕν συγκείμενος» — σύνθετος σε ένα σώμα (Πλάτ.)
β) «ἡ συγκειμένη οὐσία»
(στη λογ. του Αριστοτ.) η σύνθετη από ύλη ουσία η οποία έλαβε μορφή.

Greek Monotonic

σύγκειμαι:I. Παθ., βρίσκομαι, κείμαι από κοινού με, σε Σοφ.
II. 1. ως Παθ. του συντίθημι, είμαι συντεθειμένος, συναποτελούμαι, απαρτίζομαι από, ἔκ τινων, λέγεται για συγκεκριμένα μέρη, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. λέγεται για έργα του γραπτού λόγου, είμαι συντεθειμένος, έχω συγγραφεί, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
3. έχω επινοηθεί, παρασκευαστεί, σε Ευρ. κ.λπ.
III. 1. συμφωνούμαι από δύο πλευρές, δύο αντίπαλα μέρη, σε Θουκ.· μτχ., αυτός που έχει συμφωνηθεί, διευθετηθεί, αἱ συγκείμεναι ἡμέραι, σε Ηρόδ.· κατὰ τὰ συγκείμενα, σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί, στον ίδ.· ἐκ τῶν ξυγκειμένων, σε Θουκ.
2. απρόσ., σύγκειται, έχει συμφωνηθεί ή είναι συμπεφωνημένο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, συγκειμένου σφι, με απαρ., αφότου είχαν συμφωνήσει να..., σε Ηρόδ.