σφηκίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />μακρύ [[ξύλο]] που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως [[υποστήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ [[ξύλο]], το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως [[δοκός]], [[στύλος]], [[κεραία]] ιστού, [[ιστός]] λέμβου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ [[ξύλο]] με μυτερό [[άκρο]], όπως η [[ουρά]] της σφήκας («[[εἰκῆ]] δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λίθος]] που προεξείχε [[πάνω]] από τη [[θύρα]] της αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε [[κάθε]] δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για [[διάκριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />μακρύ [[ξύλο]] που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως [[υποστήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ [[ξύλο]], το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως [[δοκός]], [[στύλος]], [[κεραία]] ιστού, [[ιστός]] λέμβου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ [[ξύλο]] με μυτερό [[άκρο]], όπως η [[ουρά]] της σφήκας («[[εἰκῆ]] δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λίθος]] που προεξείχε [[πάνω]] από τη [[θύρα]] της αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε [[κάθε]] δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για [[διάκριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφηκίσκος:''' ὁ ([[σφήξ]]), αιχμηρό [[κομμάτι]] ξύλου που μοιάζει με [[κεντρί]] σφήκας, [[αιχμηρός]] [[πάσσαλος]] ή [[κοντάρι]], [[ξύλο]] οικοδομής, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκίσκος Medium diacritics: σφηκίσκος Low diacritics: σφηκίσκος Capitals: ΣΦΗΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sphēkískos Transliteration B: sphēkiskos Transliteration C: sfikiskos Beta Code: sfhki/skos

English (LSJ)

ὁ,

   A piece of wood pointed like a wasp's tail, pointed stick or stake, Ar.Pl.301.    II roof-timber, rafter, IG12.372.81, 22.1668.53, Plb.5.89.6.    III lintel, IG12.313.108, Arist.Ath.65.2.    IV v.l. for σφηνίσκος 111 (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

σφηκίσκος: ὁ, ξύλον μακρὸν ἀπολῆγον εἰς ὀξὺ ὡς ἡ οὐρὰ τοῦ σφηκός, ἀλλαχοῦ σκόλοψ, Ἀριστοφ. Πλ. 301. ΙΙ. ἐν τῇ ἐπιγραφῇ τῇ ἐκ τοῦ ναοῦ τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς (Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 81), σφηκίσκοι μνημονεύονται μετὰ τῶν ἱμάντων ὡς ξύλα τῆς ὀροφῆς· οὕτω σφηκίσκοι καὶ στρωτῆρες μνημονεύονται ὁμοῦ παρὰ Πολυβ. 5. 89, 6. Ὁ Βöckh. ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 281 πιστεύει ὅτι σφηκίσκοι εἶναι τὰ μικρὰ ξύλα ἢ δοκοί, ἐφ’ ὧν ἐπιτίθενται οἱ ἱμάντες καὶ στρωτῆρες· πρβλ. σφηκίας, σφὴξ ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, σφηκίσκος φαίνεται ὅτι εἶναι λίθος προεξέχων ὑπεράνω τῆς αὐλείου θύρας τοῦ δικαστηρίου, ἔχων δὲ ἴδιον χρωματισμὸν ὅπως οὕτω διακρίνηται ἕκαστον δικαστήριον, ἴδε Βöckh. αὐτόθι σ. 341.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
morceau de bois pointu, pieu.
Étymologie: σφήξ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ ξύλο, το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοκός, στύλος, κεραία ιστού, ιστός λέμβου
αρχ.
1. μακρύ ξύλο με μυτερό άκρο, όπως η ουρά της σφήκας («εἰκῆ δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», Αριστοφ.)
2. λίθος που προεξείχε πάνω από τη θύρα της αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε κάθε δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός + επίθημα -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].

Greek Monotonic

σφηκίσκος: ὁ (σφήξ), αιχμηρό κομμάτι ξύλου που μοιάζει με κεντρί σφήκας, αιχμηρός πάσσαλος ή κοντάρι, ξύλο οικοδομής, σε Αριστοφ.