χαλάω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(T22) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=χάλω; [[future]] χαλάσω; 1st aorist ἐχάλασα; 1st aorist [[passive]], ἐχαλάσθην; from [[Aeschylus]] and [[Pindar]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> to [[loosen]], [[slacken]], [[relax]].<br /><b class="num">b.</b> to [[let]] [[down]] from a [[higher]] [[place]] to a [[lower]]: τί or τινα, to [[lower]]); τινα ἐν συριδιδ, 2 Corinthians 11:33. | |txtha=χάλω; [[future]] χαλάσω; 1st aorist ἐχάλασα; 1st aorist [[passive]], ἐχαλάσθην; from [[Aeschylus]] and [[Pindar]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> to [[loosen]], [[slacken]], [[relax]].<br /><b class="num">b.</b> to [[let]] [[down]] from a [[higher]] [[place]] to a [[lower]]: τί or τινα, to [[lower]]); τινα ἐν συριδιδ, 2 Corinthians 11:33. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χᾰλάω:''' μέλ. χᾰλάσω [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἐχάλᾰσα</i>, Επικ. <i>χάλασσα</i>, Δωρ. μτχ. <i>χᾰλάξαις</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐχαλάσθην</i>, παρακ. <i>κεχάλασμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[χαλαρώνω]], [[λύνω]], [[χαλάω]] βίον, <i>τόξα</i>, [[χαλαρώνω]] τη [[χορδή]] του τόξου, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· μεταφ., [[χαλάω]] τὴν ὀργήν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] να πέσει, [[αφήνω]] να κατέβει, <i>[[πτέρυγα]] χαλάξαις</i>, σε Πίνδ.· χαλάσας τὸ [[μέτωπον]], έχω χαμηλωμένα τα βλέφαρα, δηλ. σταμάτησα να οργίζομαι, σε Αριστοφ.· δίκτυα [[χαλάω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] να χαλαρώσει, [[χαλαρώνω]], [[απαλλάσσω]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[αφήνω]] ελεύθερο, [[λύνω]] την [[κράτηση]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> ἡνίας [[χαλάω]], [[αφήνω]] χαλαρά τα [[ηνία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>κλῇθρα</i> ή [[κλῇδας]] [[χαλάω]], [[χαλαρώνω]] τις μπάρες ή τους μοχλούς, δηλ. [[ανοίγω]] την πόρτα, σε Σοφ., Ευρ.· επίσης, <i>πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[χαλαρώνω]] ή [[λύνω]] πράγματα που ήταν δεμένα μαζί, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., πρὶνἂν χαλασθῇ [[δεσμά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[γίνομαι]] [[χαλαρός]], σε Ευρ.· <i>πύλαι χαλῶσι</i>, οι πύλες μένουν ανοιχτές, σε Ξεν.· μεταφ., με γεν., [[παραβλέπω]], [[αφήνω]], <i>μανιῶν</i>, <i>κακῶν</i>, σε Αισχύλ.· <i>τῆς ὀργῆς</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[χαλάω]] τινί, [[υποχωρώ]] σε κάποιον, [[συγχωρώ]] κάποιον, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[γίνομαι]] [[χαλαρός]] ή [[ασθενής]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A.Eu.219, etc., Ep. 3pl.
A χαλόωσιν Opp.H.2.451; Aeol. 3pl. χόλαισι Alc.18.9 codd. Heraclit.: fut. χᾰλάσω [λᾰ] Hp.Aër.8, Epid.7.80: aor. ἐχάλᾰσα A.Pr.177 (anap.), Hp.Epid.7.23, etc.; Ep. χάλασσα h.Ap.6, pl. subj. χαλάσσομεν Alc.Supp.23.10; Dor. part.χᾰλάξαις Pi.P.1.6; 3sg. fut. or aor. subj. χαλάξει (dub. sens.) Berl.Sitzb.1927.164 (Cyrene):—Med., Ep. aor. χαλάσαντο A.R. 2.1264:—Pass., aor. ἐχαλάσθην, subj. χᾰλασθῇ A.Pr.991, Pl. Phd.86c: pf. κεχάλασμαι AP9.297 (Antip.), App.Mith.74, Plot. 4.3.16: plpf. ἐκεχάλαστο Aristid.1.315J. I trans., slacken, loosen, χ. βιόν, τόξα, unstring the bow, h.Ap.6, h.Hom.27.12; χ. τὰ νεῦρα, opp. συντείνειν, Pl.Phd.98d; χ. τὸν πόδα, of a ship, v. πούς 11.2: metaph., τὰ τῆς πολιτείας χ., opp. ἐπιτείνειν, Plu.2.827b:—Pass., opp. ἐπιτείνεσθαι, Pl.Phd.86c, 94c; χαλᾶσθαι καὶ διαφθείρεσθαι Id.Lg.653c; χαλᾶσθαι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Porph.Marc.7. 2 let down, let fall, πτέρυγα χαλάξαις Pi.l.c.; χαλάσας ὀλίγον τὸ μέτωπον having unbent the brow, Ar.V.655 (anap.); μαστοὺς χάλασον, says the Cyclops to his ewe, E.Cyc.55 (lyr.); κράββατον, δίκτυα χ., Ev.Marc. 2.4, Ev.Luc.5.5; τὴν ἱερὰν ἄγκυραν Suid.; dip in a liquid, εἰς αἷμα PMag.Par.1.2886; soak, PHolm.14.33:—Med., ἱστὸν χαλάσαντο lowered it, A.R.2.1264. 3 let loose, release, τινὰ ἐκ δεσμῶν A.Pr. 177 (anap.); abs., let go, slacken one's hold, μηδαμῇ χάλα ib.58. 4 ἡνίας χ. slacken the reins, esp. in metaph. sense, χ. τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt.338a, cf. E.Fr.409. 5 κλῇθρα χ. loose the bars or bolts, i.e. undo or open the door, S.Ant.1187, E.Hipp.808; κλῇδας Id.Med.1314; χ. τοὺς μοχλούς Ar.Lys.310; but also πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε A.Ch.879. 6 loosen or undo things drawn tightly together, χ. κρεμαστὴν ἀρτάνην S.OT1266; χ. πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφθαλμῶν Id.El.1468; χ. δεσμά E.Andr.577; ἀσκόν Id.Cyc.161; τὸ στόμα X.Eq.6.8:—Pass., τὰ χαλώμενα ὅπλα Hp.Art.43; πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμά A.Pr.991. 7 of the bowels, etc., ὑγρὰ χ. Hp.Prorrh.1.99, cf. Coac.20; ἢν αἱ μῆτραι μὴ χαλάσωσι τὰ ἐπιμήνια Id.Mul.1.61. 8 metaph., τὴν ὀργήν χ. let it go, Ar.V.727 (anap.); χ. [τὸν νόον] ἐς ὄψιν τινός Ti.Locr.104c; χ. ἐπιθυμίαν Plu.2.133a; τὸ βαρὺ καὶ ἀμειδές Alciphr.3.3; remit, μήτε τῆς προνοίας χαλώσης τὴν . . ὑπεροχήν Procl.Inst. 122; τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν relaxed the strict principle that . . Pl.Sph.242e:—Pass., to be softened, λίθος εἰς ὑγρότητα κεχαλασμένος Callistr.Stat.5; also κεχαλάσθαι εἰς τὸ αὐτεξούσιον to have free play, opp. συντετάχθαι, Plot.4.3.16. II intr., become slack or loose, opp. συντείνω, Pl.Phd.98d; χόλαισιν ἄγκυρραι Alc.18.9 (s. v.l.); ζῶναι χαλῶσι E.Ba.935; πύλαι χαλῷσαι open gates, X.Cyr.7.5.29: metaph. c. gen., have a remission of, χαλάσσομεν τὰς θυμοβόρω λύας Alc.Supp.23.10; τί χαλᾷ μανιῶν; A.Pr.1057 (anap.); (also abs., S.OC203 (lyr.), 840); relax, φρονήματος χ. E.Fr.716; τῆς ὀργῆς Ar.Av.383 (troch.); [τὸ ὂν] χαλάσαν τῆς τοῦ ἑνὸς ἁπλότητος Dam.Pr.13. 2 c. dat. pers., χ. τινι give way or yield to any one, be indulgent to him, εἰ τοῖσιν . . κτείνουσιν ἀλλήλους χαλᾷς A.Eu.219; χάλα τοκεῦσιν E.Hec.403; with gen. add., μοι τῆς ἀρχῆς χάλασον Pl.Men.86e, cf. Plu.Lyc.7: abs., give way, εἴκειν ὁδοῦ χαλῶντα τοῖς κακίοσιν E.Ion637. 3 abs., grow slack or weak, ἐπειδὰν αἱ ἐπιθυμίαι παύσωνται κατατείνουσαι καὶ χαλάσωσι Id.R.329c; abate, χαλάσει ὁ παγετός Hp.Aër.8; ὀδύνη Id.Acut.16.
German (Pape)
[Seite 1327] fut. χαλάσω, dor. χαλάξω, perf. pass. κεχάλασμαι, – nachlassen, – 1) trans., d. i. eine Spannung aufheben, abspannen; βιόν, τόξα, H. h. Apoll. 6. 27; 12 τόξα κεχαλασμένα; Sp.; πτέρυγα χαλάξας, die Flügel sinken lassen, Pind. P. 1, 6; Gegensatz von συνάγω Plat. Tim. 66 c, von συντείνειν τὰ νεῦρα Phaed. 98 d; ἡνίας τοῖς λόγοις Prot. 338 a; μέτωπον, die Stirn entfalten od. entrunzeln, erheitern, Ar. Vesp. 655; vgl. Ant. Lup. p. 69; – losbinden, lösen, τινὰ ἐκ δεσμῶν Aesch. Prom. 176; πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ λυμαντήρια 993; χαλᾷ κρεμαστὴν ἀρτάνην Soph. O. R. 1266; δεσμά Eur. Andr. 578; bes. χαλινὰ χαλᾶν, die straff angezogenen Zügel nachlassen, schießen lassen, und vom Ankertau, ναῦς ἔστη, ἢν χαλᾷ πόδα Or. 706; so auch κλῇθρα, κλῇδας χαλᾶν, den Thürriemen losbinden, die Thür öffnen, Hipp. 808 Med. 1314; ἀσκόν Cycl. 161; τυγχάνω γε κλῇθρ' ἀνασπαστοῦ πύλης χαλῶσα Soph. Ant. 1172; τοὺς μοχλούς Ar. Lys. 310; auch μοχλοῖς πύλας χαλᾶτε, Aesch. Ch. 866; u. übertr., χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφθαλμῶν Soph. El. 1460; – eng zusammengezogene Dinge aus einander lassen, erweitern. – Uebtr. = fahren lassen, aufgeben, τὴν ὀργήν Ar. Vesp. 753. – 2) intr., erschlaffen, lose od. schlaff werden, seine Spannung od. seine Kraft verlieren, ἐπειδὰν αἱ ἐπιθυμίαι χαλάσωσι Plat. Rep. I, 329 c; χαλασάσης τῆς ἀλγηδόνος Luc. Amor. 27. – Dah. auch aus einandergehen, seine Haltung verlieren, sich öffnen, ζῶναί σοι χαλῶσι Eur. Bacch. 933; πύλαι χαλῶσαι, offen stehend, Xen. Cyr. 7, 5,29. – 3) χαλᾶν τινος, von Etwas nachlassen, ablassen, τῆς ὀργῆς Ar. Av. 383; αἰκίζεταί τε κοὐδαμῆ χαλᾷ κακῶν Aesch. Prom. 256; absolut, σφίγγε, μηδαμῆ χάλα 58; vgl. Soph. O. C. 203; σμικρόν γέ μοι τῆς ἀρχῆς χάλασον Plat. Men. 86 e; χαλῶντες τοῦ τόνου Luc. bis acc. 21; – χαλᾶν τινι, Einem nachgeben, gegen ihn nachsichtig sein, ihm vergeben, verzeihen; χάλα τοῖς τοκεῦσιν, vergieb deiner Mutter, Eur. Hec. 407; εἴκειν ὁδοῦ χαλῶντα τοῖς κακίοσιν Ion 637. – Bei den Aerzten κοιλίη ὑγρὰ χαλᾷ, vom Durchfall, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλάω: Ἐπικ. γ΄ πληθ. χαλόωσιν Ὀππ. Ἁλ. 451· μέλλ. χᾰλάσω [ᾰ] Ἱππ. 285. 51., 1229F· ― ἀόρ. ἐχάλᾰσα Αἰσχύλ. Πρ. 176, κλπ.· Ἐπικ. χάλασσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 6· Δωρ. μετοχ. χαλάξαις Πινδ. Π. 1. 10· ― πρκμ. κεχάλᾰκα Ἱππ. 1216Ε. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. χαλάσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1264. ― Παθ., ἀόρ. ἐχαλάσθην, ὑποτ. χαλασθῇ Αἰσχύλ. Προμ. 991, Πλάτ. Φαίδων 86C· ― πρκμ. κεχάλασμαι Ἀνθ. Π. 9. 297, Ἀππ. Μιθρ. 74· ― ὑπερσ. ἐκεχάλαστο Ἀριστείδ. 1. 315. Ι. μεταβατ., χαλαρὸν ποιῶ, χαλαρώνω, «ξετεντώνω», χ. βιόν, τόξα, χαλαρώνω τὴν νευρὰν τοῦ τόξου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 6, Ὕμν. Ὁμ. 27. 12· χ. τὰ νεῦρα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συντείνειν, Πλάτ. Φαίδων 98D· χ. τὸν πόδα, ἐπὶ πλοίου, ἴδε ποὺς ΙΙ. 2· ― μεταφορ., χ. τὰ τῆς πολιτείας, ἀντίθετον τῷ ἐπιτείνειν, Πλούτ. 2. 827Β. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ ἐπιτείνεσθαι, Πλάτ. Φαίδων 86C, 94C· χαλᾶσθαι καὶ διαφθείρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 653C. 2) καταβιβάζω, ἀφίνω νὰ πέσῃ, πτέρυγα χαλάξαις Πινδ. Π. 1. 12· χαλάσας ὀλίγον τὸ μέτωπον, δηλ. «παυσάμενος τῆς ὀργῆς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 655, (οὕτω Λατ. vultus solutus, Ruhnk. Rut. Lup. σ. 69)· μαστοὺς χάλασον, λέγει ὁ χορὸς τῶν σατύρων πρὸς τὰς τοκάδας οἷς (προβατίνας), Εὐρ. Κύκλ. 55· χαλῶ ἱστόν, χαμηλώνω, καταβιβάζω αὐτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1267· δίκτυα χ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 5· ἄγκυραν Σουΐδ. 3) λύω, ἀπολύω, τινα ἐκ δεσμῶν Αἰσχύλ. Πρ. 176· τινα κακῶν αὐτόθι 256· ― ἀφίνω τι ἐλεύθερον, χαλαρώνω, μηδαμὰ χάλα αὐτόθι 58. 4) ἡνίας χ., χαλαρώνω, ἀφίνω χαλαρὰς τὰς ἡνίας, μάλιστα ἐπὶ μεταφορικῆς σημασίας, χ. τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Πλάτ. Πρωτ. 338Α, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 413. 5) κλῇθρα ἢ κλῇδας χ., χαλαρώνω τοὺς μοχλούς, δηλ. ἀνοίγω τὴν θύραν, Σοφ. Ἀντ. 1187, Εὐρ. Μήδ. 131, Ἱππ. 808· οὕτω, χ. τοὺς μοχλοὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 310· ἀλλὰ καί, πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε Αἰσχύλ. Χο. 880. 6) χαλαρώνω ἢ λύω πράγματα ὁμοῦ δεδεμένα, χ. κρεμαστὴν ἀρτάνην Σοφ. Ο. Τ. 1266· χ. πᾶν κάλυμμ’ ἀπ’ ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1468· χ. δεσμὰ Εὐριπ. Ἀνδρ. 577· ἀσκὸν ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 161· τὸ στόμα Ξεν. Ἱππ. 6. 8. ― Παθ., τὰ χαλώμενα ὅπλα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ Αἰσχύλ. Πρ. 991. 7) μεταφορ., τὴν ὀργὴν χαλάσας, κατευνάσας (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2), Ἀριστοφ. Σφ. 737· χ. [τὸν νόον] ἐς ὄψιν τινὸς Τίμ. Λοκρ. 104C· χ. ἐπιθυμίαν Πλούτ. 2. 133Α· τὸ βαρὺ καὶ ἀμειδὲς Ἀλκίφρων 3. 3. ― Παθ., χαλαροῦμαι, γίνομαι χαλαρός, λίθος εἰς ὑγρότητα κεχάλασται Καλλίστρ. 896. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι χαλαρός, ζῶναι χαλῶσαι Εὐρ. Βάκχ. 933· πύλαι χαλῶσι, μένουσιν ἀνοικταί, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 29· ― μεταφορ. μετὰ γενικ., παραβλέπω, αφίνω τι, τί χαλᾷ μανιῶν; Αἰσχύλ. Πρ. 1057· αἰκίζεταί τε κοὐδαμᾶ χαλᾷ κακῶν αὐτόθι 256 (ἔνθα ὁ Σχολιαστ. παρατηρεῖ συνήθης αὐτῷ ἡ φωνή)· (καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἀπολ., Σοφ. Ο. Κ. 203, 840)· χ. φρονήματος Εὐρ. Ἀποσπ. 724· τῆς ὀργῆς Ἀριστοφ. Ὄρν. 383 (ἴδε ἀνωτ. Ι. 7)· χ. τινι τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Μένων 86Ε, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 7. 2) μετὰ δοτικ., χ. τινι, ὑποχωρῶ εἴς τινα, συγχωρῶ αὐτόν, εἰ τοῖσιν... κτείνουσιν ἀλλήλους χαλᾷς Αἰσχύλ. Εὐμ. 219· χάλα τοκεῦοιν Εὐρ. Ἑκ. 403· ἀπολ., ὑποχωρῶ, ὑπείκω, εἴκειν ὁδοῦ χαλῶντα τοῖς κακίοσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 637· μετ’ ἀπαρεμφ., παραχωρῶ, Πλάτ. Σοφ. 242Ε. 3) ἀπολ., γίνομαι χαλαρὸς ἢ ἀσθενής, ἐπειδὰν αἱ ἐπιθυμίαι χαλάσωσι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 329C· χαλάσει ὁ παγετὸς Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ὀδύνη π. Διαίτ. Ὀξ. 386. β) ὡς ἰατρικὸς ὅρος, κοιλίη ὑγρὰ χαλᾷ, χαλαροῦται, Γαλην.· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ παθ., ἴδε Foës. Oec. Hipp. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. Α΄, σ. 678 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐχάλων, f. χαλάσω, ao. ἐχάλασα, pf. κεχάλακα;
Pass. f. inus., ao. ἐχαλάσθην, pf. κεχάλασμαι, pqp. ἐκεχαλάσμην;
1 tr. relâcher, détendre, laisser aller : πὰν κάλυμμ’ ἀπ’ ὀφθαλμῶν SOPH retirer tous les voiles qui le cachent à mes yeux ; Pass. être relâché, se relâcher : σῶμα κεχαλασμένον PLAT corps détendu, relâché, amolli ; avec double rég. : χαλᾶν τινα ἐκ δεσμῶν ESCHL relâcher ou délivrer qqn de ses liens ; τινα κακῶν ESCHL délivrer qqn de ses maux ; fig. ὀργήν AR se relâcher de sa colère ; ἐπιθυμίαν PLUT de son désir;
2 intr. se détendre, se relâcher : πύλαι χαλῶσαι XÉN porte qui s’ouvre ; fig. χαλᾶν τοῦ τόνου LUC se relâcher de sa tension, de son effort ; avec un dat. : τοῖς τοκεῦσιν EUR pardonner à des parents ; abs. céder.
Étymologie: DELG étym. incertaine.
English (Slater)
χᾰλάω
1 slacken, let drop εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις (P. 1.6)
Spanish
English (Strong)
from the base of χάσμα; to lower (as into a void): let down, strike.
English (Thayer)
χάλω; future χαλάσω; 1st aorist ἐχάλασα; 1st aorist passive, ἐχαλάσθην; from Aeschylus and Pindar down;
a. to loosen, slacken, relax.
b. to let down from a higher place to a lower: τί or τινα, to lower); τινα ἐν συριδιδ, 2 Corinthians 11:33.
Greek Monotonic
χᾰλάω: μέλ. χᾰλάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἐχάλᾰσα, Επικ. χάλασσα, Δωρ. μτχ. χᾰλάξαις — Παθ., αόρ. αʹ ἐχαλάσθην, παρακ. κεχάλασμαι·
I. 1. μτβ., χαλαρώνω, λύνω, χαλάω βίον, τόξα, χαλαρώνω τη χορδή του τόξου, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· μεταφ., χαλάω τὴν ὀργήν, σε Αριστοφ.
2. αφήνω να πέσει, αφήνω να κατέβει, πτέρυγα χαλάξαις, σε Πίνδ.· χαλάσας τὸ μέτωπον, έχω χαμηλωμένα τα βλέφαρα, δηλ. σταμάτησα να οργίζομαι, σε Αριστοφ.· δίκτυα χαλάω, σε Καινή Διαθήκη
3. αφήνω να χαλαρώσει, χαλαρώνω, απαλλάσσω, σε Αισχύλ.· απόλ., αφήνω ελεύθερο, λύνω την κράτηση κάποιου, σε Αισχύλ.
4. ἡνίας χαλάω, αφήνω χαλαρά τα ηνία, σε Πλάτ.
5. κλῇθρα ή κλῇδας χαλάω, χαλαρώνω τις μπάρες ή τους μοχλούς, δηλ. ανοίγω την πόρτα, σε Σοφ., Ευρ.· επίσης, πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε, σε Αισχύλ.
6. χαλαρώνω ή λύνω πράγματα που ήταν δεμένα μαζί, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., πρὶνἂν χαλασθῇ δεσμά, σε Αισχύλ.
II. 1. αμτβ., γίνομαι χαλαρός, σε Ευρ.· πύλαι χαλῶσι, οι πύλες μένουν ανοιχτές, σε Ξεν.· μεταφ., με γεν., παραβλέπω, αφήνω, μανιῶν, κακῶν, σε Αισχύλ.· τῆς ὀργῆς, σε Αριστοφ.
2. με δοτ., χαλάω τινί, υποχωρώ σε κάποιον, συγχωρώ κάποιον, σε Αισχύλ.
3. απόλ., γίνομαι χαλαρός ή ασθενής, σε Πλάτ.