παροίτερος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰροίτερος:''' -α, -ον, συγκρ. από το [[πάροιθε]], αυτός που βρίσκεται πιο [[πριν]] ή πιο [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πᾰροίτερος:''' -α, -ον, συγκρ. από το [[πάροιθε]], αυτός που βρίσκεται πιο [[πριν]] ή πιο [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παροίτερος -α -ον [πάρος] eerder.
}}
}}

Revision as of 10:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰροίτερος Medium diacritics: παροίτερος Low diacritics: παροίτερος Capitals: ΠΑΡΟΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: paroíteros Transliteration B: paroiteros Transliteration C: paroiteros Beta Code: paroi/teros

English (LSJ)

η,ον, Comp.Adj.,(πάροιθε)

   A beforeorin front, Il. 23.459, 480 : c. gen., in front of, A.R.4.982. Adv. παροιτέρω beyond, further than, Id.3.686.    2 of Time, former : neut. pl.παροίτεραof old, Euph. 34.    IISup.πᾰροίτατος, η, ον, first, foremost, A.R.1.910,2.29.

German (Pape)

[Seite 525] compar. zu πάροιθε, πάρος, der vordere, Il. 23, 459. 480 u. sp. D.; ἔστι δέ τις πορθμοῖο παροιτέρη 'Ιονίοιο νῆσος, Ap. Rh. 4, 982; auch der ehere, frühere, sp. D. – Adv. παροιτέρω, φθογγὴ δ' οὐ προὔβαινε π. Ap. Rh. 3, 686, wo Brunck περαιτέρω vermuthet, was 2, 425 richtige Lesart ist.

Greek (Liddell-Scott)

παροίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ πάροιθι, ὁ εὑρισκόμενος ἔμπροσθέν τινος, παροίτεροι, «μᾶλλον ἔμπροσθεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 459, 480· μετὰ γενικ., παροιτέρη Ἰονίοιο, ἔμπροσθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 982. - Ἐπίρρ. παροιτέρω, πέραν, περαιτέρω ἢ, μετὰ γεν , ὁ αὐτ. 2. 686. 2) ἐπὶ χρόνου, πρότερος, ἀρχαιότερος, Γρηγ. Ναζ. 982. ΙΙ. ὑπερθ. πᾰροίτατος, η, ον, πρῶτος, ὁ πρότερος παντὸς ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 910., Β. 29.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est plus en avant.
Étymologie: πάρος.

English (Autenrieth)

one in front, pl., Il. 23.459, 480.

Greek Monolingual

-έρη, -ον, Α
(συγκρ. επίθ. του πάροιθε)
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.)
2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον
3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο προγενέστερος, ο αρχαιότερος («εἰ χρόνος ἐστὶν ἐμοῑο παροίτερος», Γρηγ. Ναζ.)
4. (το ουδ. στον πληθ.) παροίτερα
από παλαιά, ανέκαθεν
5. (το υπερθ.) παροίτατος, -άτη, -ον
ο πρώτος πρώτος, ο προηγούμενος από κάθε άλλον («ἔβαιν' ἐπὶ νῆα παροίτατος», Απολλ. Ρόδ.).
επίρρ...
παροιτέρω Α
πιο πέρα, περαιτέρωπαροιτέρω τῶνδε» — πιο πέρα από αυτά, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρη τοπική πτώση πάροι του επιρρ. πάρος «προηγουμένως, πρωτύτερα» (πρβλ. πάροι-θε) + κατάλ. συγκριτ. βαθμού -τερος].

Greek Monotonic

πᾰροίτερος: -α, -ον, συγκρ. από το πάροιθε, αυτός που βρίσκεται πιο πριν ή πιο μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροίτερος -α -ον [πάρος] eerder.