μύρον: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μύρον:''' [ῠ], τό,<br /><b class="num">1.</b> [[γλυκός]] [[χυμός]] που εξάγεται από φυτά, [[γλυκό]] [[εκχύλισμα]], [[μύρο]], [[βάλσαμο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] όπου πωλούνταν μύρα, [[αγορά]] αρωμάτων, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μύρον:''' [ῠ], τό,<br /><b class="num">1.</b> [[γλυκός]] [[χυμός]] που εξάγεται από φυτά, [[γλυκό]] [[εκχύλισμα]], [[μύρο]], [[βάλσαμο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] όπου πωλούνταν μύρα, [[αγορά]] αρωμάτων, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μύρον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> мир(р)а или миро (благовонное растительное масло, употреблявшееся для умащиваний и для изготовления благовонных мазей) Her.;<br /><b class="num">2)</b> благовонная мазь, благовоние (μύρα καὶ θυμιάματα Plat.; μύρου ὄζειν Arph.);<br /><b class="num">3)</b> место торговли благовониями, рынок благовоний: ἐν τῷ μύρῳ Arph. на рынке благовоний. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A sweet oil, unguent, perfume, Archil.31 (pl.), Alc.36, Sapph.Supp.23.18, Anacr.9, A.Fr.14 (pl.), Hdt.3.22; μύρον ἑψῆσαι Ar.Lys.946; ὄζω μύρου Id.Ec.524; μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Pl. R.398a; mixed with wine, Ael.VH12.31; various kinds in Dsc.1.42 sqq., Ath.15.688e sqq.; μ. Μενδήσιον, ἠθητόν, PCair.Zen.89.3, 436.1 (iii B. C.): prov., τὸ ἐπὶ τῇ φακῇ μ. sweet oil on lentils, i.e. 'a jewel of gold in a swine's snout', Cic.Att.1.19.2, cf. Stratt.45, Sopat.14, title of Menippean Satire by Varro. 2 place where unguents were sold, perfume-market, τὰ μειράκια . . τἀν τῷ μ. Ar.Eq.1375, cf. Polyzel.11; οἱ δ' ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Pherecr.2; ἵσταται πρὸς τῷ μ. Eup.209. 3 metaph., anything graceful or charming, AP 5.89.
German (Pape)
[Seite 221] τό, eigtl. ein von selbst ausfließender, wohlriechender Pslauzensast, bes. der Myrrhensaft, nach Ath. von μύῤῥα (Fremdwort, die Alten leiten es von μύρω ab). – Ueberh. jede wohlriechende Salbe; wohlriechendes Oel; μύροις ἀλείφεσθαι, zuerst bei Archil. 11; vgl. Ath. XV, 688 c; τεῦχος οὐ μύρου πνέον, Soph. frg. 147; ἐνόπτρων καὶ μύρων ἐπιστάτας, Eur. Or. 1112; μύρον ἕψειν, Ar. Lys. 946, μύρου ὄζειν, nach Salbe duften, Eccl. 524, der auch den Ort, wo wohlriechende Salben verkauft wurden, so nennt, τἀν τῷ μύρῳ, auf dem Salbenmarkt, Equ. 1372. Oft bei anderen Cunic.; Ath. II, 48 c, λούομάι μύροις ψακαστοῖς, III, 101 c, aus Archestrat., στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεραπεύειν, u. XII, 548 c aus Anaxil., ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων, u. A.; μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες, Plat. Rep. III, 398 e, μύρα καὶ θυμιάματα, 373 a; Folgde; auch mit Wein gemischt, Ael. V. H. 12, 31; Ath. führt übrigens eine große Menge verschiedener μύρα an; sp. D. brauchten es allgemein für alles Liebreizende, vgl. Iac. A. P. p. 597; dah. auch Liebkosungswort Verliebter, vgl. Ep. ad. 67 (V, 91). – Sprichwörtlich μύρον ἐπὶ φακῇ, Myrrhenöl zu Linsen, d. i. Kostbares auf eine schlechte Sache verwenden, Gië. Att. 1, 19; vgl. Phereer. bei Ath. IV, 160 b u. Mein. com. II, 780.
Greek (Liddell-Scott)
μύρον: [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων εὐώδης χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ μύρω ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ μύρρα, ἀλλ’ ἡ λέξ. εἶναι πιθ. ξενικὴ τὴν ἀρχήν, πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες ἔλαιον, βάλσαμον, Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας μύρον (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: ἔλαιον εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ μετὰ τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., μύρον ἐπὶ φακῆ, δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς πρᾶγμα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ αὐτόθι Meineke. - Mεγάλη ποικιλία αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) τόπος ἔνθα ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων ἀγορά, τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· ἵσταται ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. μυρσίνη ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν πρᾶγμα, Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
parfum liquide, huile ou essence parfumée.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.
Spanish
English (Strong)
probably of foreign origin (compare מֹר, σμύρνα); "myrrh", i.e. (by implication) perfumed oil: ointment.
English (Thayer)
μύρου, τό (the grammarians derive it from μύρῳ to flow, accordingly, a flowing juice, trickling sap: but probably more correct to regard it as an oriental word akin to μύρρα, Hebrew מֹר, מור; (Fick (i. 836) connects it with the root, smar, 'to smear', with which Vanicek, 1198f associates σμύρνα, μύρτος, etc.; cf. Curtius, p. 714)), ointment: , 12; ἔλαιον (which see and see Trench, Synonyms, § xxxviii.), Aeschylus, Herodotus down); the Sept. for שֶׁמֶן, fat, oil, טוב שֶׁמֶן, Psalm 133:2>).)
Greek Monotonic
μύρον: [ῠ], τό,
1. γλυκός χυμός που εξάγεται από φυτά, γλυκό εκχύλισμα, μύρο, βάλσαμο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. τόπος όπου πωλούνταν μύρα, αγορά αρωμάτων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μύρον: (ῠ) τό
1) мир(р)а или миро (благовонное растительное масло, употреблявшееся для умащиваний и для изготовления благовонных мазей) Her.;
2) благовонная мазь, благовоние (μύρα καὶ θυμιάματα Plat.; μύρου ὄζειν Arph.);
3) место торговли благовониями, рынок благовоний: ἐν τῷ μύρῳ Arph. на рынке благовоний.