ἀκρίς: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(1) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄκρις]] (-ιος), η (Α)<br />(ποιητική [[λέξη]] [[συνήθως]] στον πληθυντικό) [[κορυφή]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική [[επαύξηση]] της ρίζας <i>ἄκ</i>-<i>ρι</i>-<i>ς</i>. Βλ. [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | |mltxt=[[ἄκρις]] (-ιος), η (Α)<br />(ποιητική [[λέξη]] [[συνήθως]] στον πληθυντικό) [[κορυφή]] όρους ή λόφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική [[επαύξηση]] της ρίζας <i>ἄκ</i>-<i>ρι</i>-<i>ς</i>. Βλ. [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].<br />[[ἀκρίς]] (-[[ίδος]]), η (AM)<br /><b>βλ.</b> [[ακρίδα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A grasshopper, locust, cricket, Il.21.12, Ar.Ach.1116, Arist.HA555b18, Thphr.Fr.174.3, Theoc.7.41, LXXEx.10.4, etc.:— sg., in collective sense, Men.Prot.p.108D.; πολλὴ ἀ. Heph.Astr. 1.21.
German (Pape)
[Seite 82] ίδος, ἡ, Heuschrecke, Hom. einmal, Iliad. 21, 12; oft in der Anth., wo sie als ἀρουραίη μοῦσα gefeiert wird, Mel. 112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρίς: -ίδος, ἡ, ἀκρίς, Λατ. gryllus, Ἰλ. Φ. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1116, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sauterelle, insecte.
Étymologie: DELG ἀ- prosth., κρίζω.
English (Autenrieth)
ίδος: locust, pl., Il. 21.12†.
English (Strong)
apparently from the same as ἄκρον; a locust (as pointed, or as lighting on the top of vegetation): locust.
English (Thayer)
(ίδος, ἡ (from Homer down), a locust, particularly that species which especially infests oriental countries, stripping fields and trees. Numberless swarms of them almost every spring are carried by the wind from Arabia into Palestine, and having devastated that country migrate to regions farther north, until they perish by falling into the sea. The Orientals are accustomed to feed upon locusts, either raw or roasted and seasoned with salt (or prepared in other ways), and the Israelites also (according to Winer s RWB under the word Heuschrecken; Furrer in Schenkel iii., p. 78f; (BB. DD., Smith's Bible Dictionary, Locust under the word; Tristram, Nat. Hist. of the Bible, p. 313ff)): Revelation 9:2,5f, 8-12; see Dusterdieck at the passage.
Greek Monolingual
ἄκρις (-ιος), η (Α)
(ποιητική λέξη συνήθως στον πληθυντικό) κορυφή όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη ρίζα ακ- «αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική επαύξηση της ρίζας ἄκ-ρι-ς. Βλ. λήμμα ακ-].
ἀκρίς (-ίδος), η (AM)
βλ. ακρίδα.
Greek Monotonic
ἀκρίς: -ίδος, ἡ, ακρίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρίς: ίδος ἡ зоол. акрида, саранча Hom., Arph., Theocr., Plut., Anth.