ὀθόνη: Difference between revisions

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀθόνη:''' ἡ<b class="num">1)</b> тонкое полотно, полотняная ткань или одежда Hom., Luc.; плащаница NT;<br /><b class="num">2)</b> полотнище, парус ([[νεῶν]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> pl. оболочки глаза Emped. ap. Arst.
|elrutext='''ὀθόνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> тонкое полотно, полотняная ткань или одежда Hom., Luc.; плащаница NT;<br /><b class="num">2)</b> полотнище, парус ([[νεῶν]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> pl. оболочки глаза Emped. ap. Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">delicate cloth, linnen, sheet, canvas</b> (Hom., Emp., Act. Ap., Luc., Gal., AP); cf. Blinzler Phil. 99, 158ff.).<br />Other forms: usu. pl., <b class="b3">ὀθόνιον</b>, often pl., n. (Hp., Att., hell.).<br />Compounds: <b class="b3">ὀθονιο-πώλης</b> <b class="b2">vendor of linnen</b> (pap.).<br />Derivatives: <b class="b3">ὀθόνινος</b> <b class="b2">made of ὀ.</b> (Pl. Com., Luc.). From <b class="b3">ὀθόνιον</b>: <b class="b3">ὀθονι-ακός</b> m. <b class="b2">id.</b> (pap., inscr.), <b class="b3">-ηρά</b> f. <b class="b2">linnen tax</b> (pap., Ostr.); dimin. <b class="b3">ὀθον-ίδιον</b> (pap.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem. (Egypt.).<br />Etymology: Formation like <b class="b3">βελόνη</b>, <b class="b3">περόνη</b> a.o., but as a culture word of foreign origin. After Lewy Fremdw. 124 f. (with Movers) to Hebr. <b class="b2">ē̂ṭūn</b> (<b class="b3">ἅπ</b>. <b class="b3">εἰρ</b>.) meaning uncertain; as in this place there is spoken of Egyptian <b class="b2">ē̂ṭūn</b> , Spiegelberg KZ 41, 129f. has proposed Egypt. origin (Eg. [[idmj]] <b class="b2">reddish linnen</b>). -- An unconvincing IE etym. is already rejected by Bq and WP. 1, 17.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">delicate cloth, linnen, sheet, canvas</b> (Hom., Emp., Act. Ap., Luc., Gal., AP); cf. Blinzler Phil. 99, 158ff.).<br />Other forms: usu. pl., <b class="b3">ὀθόνιον</b>, often pl., n. (Hp., Att., hell.).<br />Compounds: <b class="b3">ὀθονιο-πώλης</b> <b class="b2">vendor of linnen</b> (pap.).<br />Derivatives: <b class="b3">ὀθόνινος</b> <b class="b2">made of ὀ.</b> (Pl. Com., Luc.). From <b class="b3">ὀθόνιον</b>: <b class="b3">ὀθονι-ακός</b> m. <b class="b2">id.</b> (pap., inscr.), <b class="b3">-ηρά</b> f. <b class="b2">linnen tax</b> (pap., Ostr.); dimin. <b class="b3">ὀθον-ίδιον</b> (pap.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem. (Egypt.).<br />Etymology: Formation like <b class="b3">βελόνη</b>, <b class="b3">περόνη</b> a.o., but as a culture word of foreign origin. After Lewy Fremdw. 124 f. (with Movers) to Hebr. <b class="b2">ē̂ṭūn</b> (<b class="b3">ἅπ</b>. <b class="b3">εἰρ</b>.) meaning uncertain; as in this place there is spoken of Egyptian <b class="b2">ē̂ṭūn</b> , Spiegelberg KZ 41, 129f. has proposed Egypt. origin (Eg. [[idmj]] <b class="b2">reddish linnen</b>). -- An unconvincing IE etym. is already rejected by Bq and WP. 1, 17.
}}
}}

Revision as of 20:14, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀθόνη Medium diacritics: ὀθόνη Low diacritics: οθόνη Capitals: ΟΘΟΝΗ
Transliteration A: othónē Transliteration B: othonē Transliteration C: othoni Beta Code: o)qo/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A fine linen, in Hom. always pl., fine linen cloths, Od.7.107 ; of a woman's dress, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141, cf. 18.595 ; ὀθόναις ἐσταλμένος Luc.DMort.3.2 : sg., a cloth, Act.Ap.10.11, 11.5, Gal.11.134, 6.795.    2 later, sails, πνεύσεται εἰς ὀθόνας AP12.53.8 (Mel.), cf. 10.5 (Thyill.) : sg., sail-cloth, sail, Luc.JTr.46, VH2.37.    3 in pl., of the membranes that enclose the pupil of the eye, Emp.84.8.

German (Pape)

[Seite 296] ἡ, seine, weiße Leinwand, u. daraus gemachte seine, leichte Kleider der Frauen; ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν, Il. 3, 141; αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, 18, 595; καιροσέων δ' ὀθονέων, Od. 7, 107, s. καιροσέων; für »Segel« steht es im plur. Satyr. 5 (X, 5), wie νεῶν Mel. 80 (XII, 53); auch Luc. oft, ὁ ἄνεμος ἐμπίπτων τῇ ὀθόνῃ Iov. Trag. 46, Segel, wie V. H. 2, 38, u. öfter für seine Leinwand, Gewand, ἐσταλμένος ταῖς ὀθόναις γελοίως Mort. D. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀθόνη: ἡ, λεπτὸν λινοῦν ὕφασμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ., λεπτὰ λινᾶ ἐνδύματα, Ὀδ. Η. 107· ἐπὶ γυναικείου ἱματισμοῦ, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσι Ἰλ. Γ. 121, πρβλ. Σ. 595· ὀθόναις ἐσταλμένος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 3. 2. 2) ἀκολούθως, ἱστία, πνεύσεται εἰς ὀθόνας Ἀνθ. Π. 12. 53, πρβλ. 10. 5· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, ὕφασμα δι’ ἱστίον, ἱστίον, «πανί», Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 46, πρβλ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 37. 3) ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν περικλειουσῶν τὴν κόρην τοῦ ὀφθαλμοῦ μεμβρανῶν, Ἐμπεδ. 227. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀθόναι· τὰ περιβόλαια πάντα. παρὰ τὸ ἕσασθαι. τινὲς δὲ ζώνας ἀποδεδώκασιν», προσέτι: «ὀθόνη· σινδών. ζώνη τελαμών. γυναικεῖον ὀθόνιον λεπτόν. καὶ πᾶν τὸ ἰσχνόν, κἂν μὴ λινοῦν ᾖ» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 linge fin, toile fine pour vêtements de femme;
2 la voile.
Étymologie: DELG sûrement emprunt ; cf. βελόνη, περόνη ; pê de l’égyptien idmj « étoffe de lin rouge ».

English (Autenrieth)

only pl., fine linen, linen garments, Il. 18.595.

English (Strong)

of uncertain affinity; a linen cloth, i.e. (especially) a sail: sheet.

English (Thayer)

ὀθονης, ἡ (from Homer down);
a. linen (i. e. fine white linen for women's clothing; cf. Vanicek, Fremdwörter, under the word).
b. linen cloth (sheet or sail); so Acts 11:5.

Greek Monolingual

η (Α ὀθόνη)
1. λευκό και λεπτό λινό ή βαμβακερό ύφασμα, λευκό πανί
2. είδος υφάσματος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τών ιστίων του πλοίου, και το ίδιο το ιστίο του πλοίου, το καραβόπανο
νεοελλ.
1. επιφάνεια της συσκευής τηλεόρασης ή ηλεκτρονικού υπολογιστή πάνω στην οποία σχηματίζεται η εικόνα που δημιουργείται από τον καθοδικό σωλήνα
2. φρ. α) «οθόνη τραπέζης» — το τραπεζομάντηλο
β) «οθόνη κλίνης» — σεντόνι
γ) «οθόνη ελέγχου» — καθοδικός σωλήνας παραγωγής εικόνας με όλες τις απαραίτητες διατάξεις που χρησιμοποιείται στους τηλεοπτικούς σταθμούς για τον ποιοτικό έλεγχο της εικόνας
δ) «οθόνη φθορίζουσα» — φθορίζον διάφραγμα στο οποίο προσπίπτει η ακτινοβολία Χ κατά τις ακτινοσκοπήσεις
ε) «οθόνη κινηματογράφου» — λευκή επιφάνεια κατασκευασμένη από λευκό ύφασμα, πλαστικό ή άλλο υλικό πάνω στην οποία σχηματίζονται οι εικόνες κατά την προβολή κινηματογραφικού έργου
στ) «μεγάλη οθόνη» — ο κινηματογράφος
ζ) «μικρή οθόνη» — η τηλεόραση
αρχ.
1. (στον Ομ. πάντοτε στον πληθ.) αἱ ὀθόναι
λεπτά λινά ενδύματα
2. είδος λινού ενδύματος το οποίο φορούσαν οι διάκοι στον αριστερό ώμο τους
3. στον πληθ. α) λινά λεπτά γυναικεία ενδύματα
β) τα ιστία, τα πανιά του καραβιού
γ) οι μεμβράνες οι οποίες περικλείουν την κόρη του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. με κατάλ. -όνη (πρβλ. βελόνη, περόνη). Μερικοί θεωρούν ότι η λ. συνδέεται με εβρ. 'etūn «αιγυπτιακό λινό ύφασμα», ενώ, κατ' άλλους, η λ. αποτελεί δάνειο από τη Σημιτική και ανάγεται σε αιγυπτ. idmj «λινό ύφασμα κόκκινου χρώματος»].

Greek Monotonic

ὀθόνη: ἡ,
1. λεπτό λινό ύφασμα, στον πληθ., λεπτά λινά ενδύματα, ρούχα, υφάσματα, σε Όμηρ.
2. ιστία, σε Ανθ.· στον ενικ., καραβόπανο, σε Λουκ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ὀθόνη:
1) тонкое полотно, полотняная ткань или одежда Hom., Luc.; плащаница NT;
2) полотнище, парус (νεῶν Anth.);
3) pl. оболочки глаза Emped. ap. Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: delicate cloth, linnen, sheet, canvas (Hom., Emp., Act. Ap., Luc., Gal., AP); cf. Blinzler Phil. 99, 158ff.).
Other forms: usu. pl., ὀθόνιον, often pl., n. (Hp., Att., hell.).
Compounds: ὀθονιο-πώλης vendor of linnen (pap.).
Derivatives: ὀθόνινος made of ὀ. (Pl. Com., Luc.). From ὀθόνιον: ὀθονι-ακός m. id. (pap., inscr.), -ηρά f. linnen tax (pap., Ostr.); dimin. ὀθον-ίδιον (pap.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem. (Egypt.).
Etymology: Formation like βελόνη, περόνη a.o., but as a culture word of foreign origin. After Lewy Fremdw. 124 f. (with Movers) to Hebr. ē̂ṭūn (ἅπ. εἰρ.) meaning uncertain; as in this place there is spoken of Egyptian ē̂ṭūn , Spiegelberg KZ 41, 129f. has proposed Egypt. origin (Eg. idmj reddish linnen). -- An unconvincing IE etym. is already rejected by Bq and WP. 1, 17.