κλῆσις: Difference between revisions

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
(2)
(1ba)
Line 39: Line 39:
{{etym
{{etym
|etymtx=Meaning: [[call]], <b class="b3">κλητήρ</b>, <b class="b3">κλήτωρ</b> [[herald]], [[witness]] etc.<br />See also: s. [[καλέω]].
|etymtx=Meaning: [[call]], <b class="b3">κλητήρ</b>, <b class="b3">κλήτωρ</b> [[herald]], [[witness]] etc.<br />See also: s. [[καλέω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλῆσις]], εως [[καλέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[calling]], [[call]], Xen., etc.<br /><b class="num">2.</b> a [[calling]] [[into]] [[court]], [[legal]] [[summons]], [[prosecution]], Ar., Xen., etc.<br /><b class="num">3.</b> an [[invitation]] to a [[feast]], Xen., Dem.<br /><b class="num">II.</b> a [[name]], [[appellation]], Plat.
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῆσις Medium diacritics: κλῆσις Low diacritics: κλήσις Capitals: ΚΛΗΣΙΣ
Transliteration A: klē̂sis Transliteration B: klēsis Transliteration C: klisis Beta Code: klh=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (καλέω)

   A calling, call, Pl.Smp.172a, X.Cyr.3.2.14, etc.    2 calling into court, summons, prosecution, Ar.Nu.875, 1189, etc.; τὰς κλήσεις καλεῖσθαι ὅσας ἔδει Antipho 6.38; ἀφιέναι τὰς κ. X.HG1.7.13.    3 invitation to a feast, Id.Smp.1.7; εἰς τὸ πρυτανεῖον D.19.32; κλήσεις δείπνων Plu.Per.7, cf. Parmenisc. ap. Ath. 4.156d.    4 invocation, θεῶν Men.Rh.p.333 S.    5 calling to aid, Plb.2.50.7.    6 calling in a religious sense, 1 Ep.Cor.7.20.    II name, appellation, Pl.Plt.262d, 287e, Dsc.1.42; τοὺς θεοὺς εἶναι κ. ἱεράς Cleanth.Stoic.1.123; Φιλησίη τὴν κ. by name, IG14.2067; reputation, Phld.Rh.2.46 S.    III Gramm., αἱ κ. τῶν ὀνομάτων the nominatives, opp. αἱ πτώσεις (the oblique cases), Arist.APr.48b41; ἔχειν θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν the nominative form of... Id.SE173b40, cf. 182a18.    IV = Lat. classis, D.H.4.18.
κλῆσις, εως, ἡ, (κλείω A)

   A closing, τῶν λιμένων Th.2.94, cf. 7.70:— written κλεῖσις, Aen.Tact.20.1.

German (Pape)

[Seite 1452] ἡ, das Rufen, der R uf, die Einladung; κατιδών με πόῤῥωθεν ἐκάλεσε καὶ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. Conv. 172 a; Xen. Cyr. 3, 2, 14; Einladung zum Gastmahl, Conv. 1, 7, wie κλήσεις δείπνων Plut. Pericl. 7; so αἱ ἐπιφανεῖς κλήσεις Parmenisc. bei Ath. IV, 156 d; ähnl. κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem. 19, 32; – das zu Hülfe Rufen, Pol. 2, 50, 7. – Bes. Vorladung vor Gericht, τὴν κλῆσιν εἰς δύ' ἡμέρας ἔθηκεν Ar. Nubb. 1189, wie ἀπόφευξιν δίκης ἢ κλῆσιν 875; ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. Hell. 1, 7, 83; τὰς κλήσεις καλεῖσθαι, ὅσας ἔδει Antiph. 6, 38, u. sonst bei den Rednern. – Benennung, Name, ἀγγεῖον μιᾷ κλήσει προσφθεγγόμεθα Plat. Crat. 287 e, u. öfter in diesem Dialog, wie bei den Grammatikern. – Bei D. Hal. sind κλήσεις wie καλέσεις die röm. classes, vgl. 4, 18 ἐγένοντο συμμορίαι ἕξ, ἃς καλοῦσι Ῥωμαῖοι κλάσεις, κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες.

Greek (Liddell-Scott)

κλῆσις: -εως, ἡ, (καλέω) τὸ καλεῖν, πρόσκλησις, Πλάτ. Συμπ. 172Α, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 14, κλτ. 2) ὡς καὶ νῦν, πρόσκλησις εἰς τὸ δικαστήριον, καταγγελία, κατηγορία, καταδίωξις, Ἀριστοφ. Νεφ. 875. 1189, καὶ Ρήτορ.· κλήσεις ἃς καλεῖσθαι δεῖ Ἀντιφῶν 145. 42· ἀφιέναι τὰς κλήσεις Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 13· πρβλ. καλέω Ι. 4, κλητεύω, κλητήρ. 3) πρόσκλησις εἰς συμπόσιον, Ξέν. Συμπ. 1, 7· εἰς τὸ πρυτανεῖον Δημ. 351. 2· κλήσεις δείπνων Πλουτ. Περικλ. 7, πρβλ. Ρήτορ. (Walz) 9. 298 κἑξ. 4) ἐπίκλησις, τῶν θεῶν αὐτόθι 132· πρόσκλησις εἰς βοήθειαν, ἐπίκλησις, Πολύβ. 2, 50, 7. ΙΙ. ὄνομα, ἐπωνυμία, Πλάτ. Πολιτ. 262D, 287E· Φιλησίη τὴν κλ., τὸ ὄνομα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 571. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων = αἱ ὀνομαστικαὶ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς (λοιπὰς) πτώσεις, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 36, 7· ἐπὶ φύσει οὐδετέρων ὀνομάτων ἐχόντων θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν, δηλ. κατάληξιν τῆς ὀνομαστικῆς πτώσεως ὡς π.χ. ἀσκός, κλίνη κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4, πρβλ. 32, 2. IV. παρὰ τῷ Διον. Ἁλ. 4. 18, κλήσεις (καλέσεις) τίθεται ὡς ἀρχικὸς τύπος τοῦ Ρωμαϊκοῦ classes.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’appeler à soi;
2 action d’invoquer;
3 action d’inviter, de convier, invitation (à une fête, à un repas, etc.);
4 assignation, citation devant un tribunal.
Étymologie: καλέω.

Spanish

invocación, acción de invocar, fórmula de invocación

English (Strong)

from a shorter form of καλέω; an invitation (figuratively): calling.

English (Thayer)

κλήσεως, ἡ (καλέω);
1. a calling, calling to (Xenophon, Plato, others)).
2. a call, invitation: to a feast (Xenophon, symp. 1,7); in the N. T. everywhere in a technical sense, the divine invitation to embrace salvation in the kingdom of God, which is made especially through the preaching of the gospel: with the genitive of the author, τοῦ Θεοῦ, ἀμεταμέλητα ... ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ, God does not repent of the invitation to salvation, which he decided of old to give to the people of Israel, and which he promised their fathers (i. e. the patriarchs), ἡ ἄνω (which see (a.)) κλῆσις τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, which was made in heaven by God on the ground of Christ, ἡ ἐπουράνιος κλῆσις, καλεῖν τινα κλήσει, ἀξιουν τινα κλήσεως is used of one whom God declares worthy of the calling which he has commanded to be given him, and therefore fit to obtain the blessings promised in the call, ὑμῶν, which ye have shared in, 1 Corinthians 7:20.

Greek Monotonic

κλῆσις: -εως, ἡ (καλέω),
I. 1. κλήση, σε Ξεν. κ.λπ.
2. κλήτευση σε δικαστήριο, δίωξη, νόμιμη κλήτευση, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
3. πρόσκληση σε γλέντι, σε Ξεν., Δημ.
II. επίκληση, όνομα, επωνυμία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κλῆσις: εως ἡ καλέω
1) зов: ἐκάλεσέ με καὶ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. он окликнул меня и, окликнув, пошутил;
2) приглашение (εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem.; δείπνων Plut.);
3) призыв о помощи Polyb.;
4) вызов в суд: ἀπόφευξις δίκης ἢ κ. Arph. освобождение от судебной ответственности или привлечение к ней; ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. прекращать судебное преследование;
5) (при)звание, поприще (ἐν τῇ κλήσει, ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω NT);
6) название, наименование Plat., Anth.;
7) именительный падеж (αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων Arst.);
8) грам. родовая форма (ἄρρενος κ. Arst.): θηλείας или θήλεος κ. Arst. форма женского рода; σκεύους κ. Arst. средний род.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλῆσις -εως, ἡ [καλέω] het roepen, geroep:. ἅμα τῇ κλήσει … ἔφη tegelijk met zijn aanroep zei hij Plat. Smp. 172a. uitnodiging, oproep:; κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον uitnodiging voor het prytaneion Dem. 19.32; jur. dagvaarding. christ. roeping. benaming:. βάρβαρον μιᾷ κλήσει προσειπόντες αὐτό zij noemen dit met één enkele benaming ‘barbarendom’ Plat. Plt. 262d.

Frisk Etymological English

Meaning: call, κλητήρ, κλήτωρ herald, witness etc.
See also: s. καλέω.

Middle Liddell

κλῆσις, εως καλέω
I. a calling, call, Xen., etc.
2. a calling into court, legal summons, prosecution, Ar., Xen., etc.
3. an invitation to a feast, Xen., Dem.
II. a name, appellation, Plat.