μεσουράνημα: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μεσουράνισμα]], το (ΑM [[μεσουράνημα]], Μ και [[μεσουράνισμα]]) [[μεσουρανώ]]<br />η [[θέση]] του Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο [[μέσο]] του ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν [[πάλιν]] ἕως | |mltxt=και [[μεσουράνισμα]], το (ΑM [[μεσουράνημα]], Μ και [[μεσουράνισμα]]) [[μεσουρανώ]]<br />η [[θέση]] του Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο [[μέσο]] του ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν [[πάλιν]] ἕως τοῦ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> το ύψιστο [[σημείο]] [[ακμής]], ο Κολοφώνας, το [[κορύφωμα]] δράσης, κατάστασης, επιτυχίας ή δόξας, το [[άκρον]] [[άωτον]] («ο [[θάνατος]] τον πήρε [[πάνω]] στο [[μεσουράνημα]] της δόξας του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αγία Γραφή) ο [[χώρος]] [[μεταξύ]] ουρανού και γης («ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῦ πετομένου ἐν μεσουρανήματι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] του αστερισμού Κριού, [[επειδή]] πιστευόταν ότι βρισκόταν στον μεσημβρινό [[κατά]] τη [[δημιουργία]] του κόσμου<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[ονομασία]] του δέκατου τόπου. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A culmination, Str.3.5.8, Cleom.2.1, Ptol. Alm.8.4, Theo Sm.p.159 H., etc. 2 mid-heaven, zenith, Apoc.8.13, al. 3 μ. κόσμου title of Aries as having been on the meridian at the Creation, Vett.Val.5.26. 4 name of the tenth τόπος, Paul. Al.N.1.
German (Pape)
[Seite 140] τό, der Stand der Sonne mitten am Himmel, S. Emp. adv. astrol. 12.
Greek (Liddell-Scott)
μεσουράνημα: τό, ὅταν ὁ ἥλιος εὑρίσκηται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ οὐρανοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12. 2) τὸ μέσον τοῦ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ διαστήματος, καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀγγέλου πετομένου ἐν μεσουρανήματι Ἀποκάλ. 8. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
situation d’un astre (particul. du soleil) parvenu au méridien ; le méridien ; zénith.
Étymologie: μεσουρανέω.
English (Strong)
from a presumed compound of μέσος and οὐρανός; mid-sky: midst of heaven.
English (Thayer)
μεσουρανηματος, τό (from μεσουρανέω; the sun is said μεσουράνειν to be in mid-heaven, when it has reached the meridian), mid-heaven, the highest point in the heavens, which the sun occupies at noon. where what is done can be seen and heard by all: Manetho, Plutarch, Sextus Empiricus.)
Greek Monolingual
και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) μεσουρανώ
η θέση του Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο του ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῦ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το κορύφωμα δράσης, κατάστασης, επιτυχίας ή δόξας, το άκρον άωτον («ο θάνατος τον πήρε πάνω στο μεσουράνημα της δόξας του»)
αρχ.
1. (στην Αγία Γραφή) ο χώρος μεταξύ ουρανού και γης («ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῦ πετομένου ἐν μεσουρανήματι», ΚΔ)
2. αστρολ. χαρακτηρισμός του αστερισμού Κριού, επειδή πιστευόταν ότι βρισκόταν στον μεσημβρινό κατά τη δημιουργία του κόσμου
3. αστρολ. ονομασία του δέκατου τόπου.
Greek Monotonic
μεσουράνημα: τό (οὐρανός), ο χώρος μεταξύ γης και ουρανού, το ενδιάμεσο της ατμόσφαιρας, σε Καινή Διαθήκη