μείζων: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(2a)
(c2)
Line 25: Line 25:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''μείζων''': {meízōn}<br />'''Meaning''': [[größer]]<br />'''See also''': s. [[μέγας]].<br />'''Page''' 2,194
|ftr='''μείζων''': {meízōn}<br />'''Meaning''': [[größer]]<br />'''See also''': s. [[μέγας]].<br />'''Page''' 2,194
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':me‹zon 姆閂<p>'''詞類次數''':副詞(1)<p>'''原文字根''':較大<p>'''字義溯源''':更為,越發;源自([[μείζων]])=更重大);而 ([[μείζων]])出自([[μέγας]])*=大)。註:聖經文庫將編號 ([[μείζων]])合併於 ([[μείζων]])<p/>'''出現次數''':總共(1);太(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 越發(1) 太20:31<br />'''原文音譯''':me⋯zwn 姆閂<p>'''詞類次數''':形容詞(45)<p>'''原文字根''':較大<p>'''字義溯源''':更重大,更多,更重,較大,為大,最大,更大的,更大的事,大,大的,更,大於,大過,比⋯還大,此⋯都大,較強;源自([[μέγας]])*=大)<p/>'''出現次數''':總共(46);太(9);可(3);路(7);約(13);羅(1);林前(3);來(4);雅(2);彼後(1);約壹(3)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 更大的(7) 路12:18; 約5:20; 約5:36; 來6:13; 來6:16; 彼後2:11; 約壹5:9;<p>2) 大於(7) 太12:6; 太13:32; 約10:29; 約13:16; 約13:16; 約15:20; 約壹3:20;<p>3) 較大的(4) 太23:11; 太23:17; 太23:19; 林前13:13;<p>4) 更大(4) 約14:12; 林前12:31; 來9:11; 約壹4:4;<p>5) 大過(3) 太11:11; 約4:12; 約8:53;<p>6) 最大的(3) 太18:1; 太18:4; 路9:46;<p>7) 大的(2) 約14:28; 羅9:12;<p>8) 為大(2) 可9:34; 路22:27;<p>9) 比⋯還大(1) 太11:11;<p>10) 更多的(1) 雅4:6;<p>11) 比⋯都大(1) 可4:32;<p>12) 大於⋯的(1) 約15:13;<p>13) 大過於⋯的(1) 路7:28;<p>14) 比⋯更大了(1) 可12:31;<p>15) 更重的(1) 雅3:1;<p>16) 更重了(1) 約19:11;<p>17) 大(1) 路22:24;<p>18) 還大(1) 路7:28;<p>19) 為大的(1) 路22:26;<p>20) 更大的事(1) 約1:50;<p>21) 較強了(1) 林前14:5;<p>22) 更(1) 來11:26
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2019

French (Bailly abrégé)

Cp. de μέγας.

English (Autenrieth)

see μέγας.

English (Slater)

μείζων v. μέγας.

English (Strong)

irregular comparative of μέγας; larger (literally or figuratively, specially, in age): elder, greater(-est), more.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, -ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)
1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει
2. μεγαλύτερος στην ηλικία
νεοελλ.
φρ. α) «κατά μείζονα λόγον» — κατά μεγαλύτερη αιτιολογία ή υποχρέωση, για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους
β) (λογ.) «μείζων πρόταση» — η ηγουμένη πρόταση συλλογισμού
γ) ανατ. i) «μείζων επίπλουν» — πτυχή του περιτοναίου η οποία φέρεται από το στομάχι μέχρι την ηβική σύμφυση, καλύπτοντας από εμπρός τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ τετράπλευρο πέταλο
ii) «μείζων τροχαντήρας» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, κοντά στον αυχένα του μηριαίου
δ) μουσ. i) «μείζων τόνος» ή «μείζων τρόπος» ή «μείζων συγχορδία» ή «μείζον διάστημα» — ένας από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια μουσική σύνθεση
ii) μουσ. «μείζων κλίμακα» — συνεχής διαδοχή μέσα στο διάστημα τών επτά φθόγγων της κλίμακας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ανώτερος
μσν.
1. ισχυρότερος
2. σπουδαιότερος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.μείζων
(ως τίτλος) ο αρχηγός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑζον
περισσότερο
3. φρ. «οὔτε μεῑζον οὔτε ἔλαττον» — απολύτως τίποτε, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέζων (< μέγ-jων) < θ. μεγ- του μέγας. Ο αττ. τ. μείζων εμφανίζει -ει- αναλογικά προς τα συγκρ. ἀμείνων, κρείττων. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mezo και πληθ. ουδ. mezoa και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο mezavo].

Greek Monotonic

μείζων: συγκρ. του μέγας.

Russian (Dvoretsky)

μείζων: ион. μέζων, дор. μέσδων 2, gen. ονος [compar. к μέγας
1) больший, более рослый (μ. καὶ πάσσων Hom.);
2) старший (Αἴας ὁ μ. Soph.);
3) более тяжелый (φορτίον Dem.);
4) более громкий (μεῖζον φθέγγεσθαι Plat.);
5) более долгий, более продолжительный (χρόνος Eur.);
6) более длинный, более пространный (λόγος Soph.);
7) более могущественный (ξένοι Eur.);
8) более важный, более значительный (χάρμα Aesch.).

Frisk Etymological English

Meaning: larger
See also: s. μέγας.

Frisk Etymology German

μείζων: {meízōn}
Meaning: größer
See also: s. μέγας.
Page 2,194

Chinese

原文音譯:me‹zon 姆閂

詞類次數:副詞(1)

原文字根:較大

字義溯源:更為,越發;源自(μείζων)=更重大);而 (μείζων)出自(μέγας)*=大)。註:聖經文庫將編號 (μείζων)合併於 (μείζων

出現次數:總共(1);太(1)

譯字彙編

1) 越發(1) 太20:31
原文音譯:me⋯zwn 姆閂

詞類次數:形容詞(45)

原文字根:較大

字義溯源:更重大,更多,更重,較大,為大,最大,更大的,更大的事,大,大的,更,大於,大過,比⋯還大,此⋯都大,較強;源自(μέγας)*=大)

出現次數:總共(46);太(9);可(3);路(7);約(13);羅(1);林前(3);來(4);雅(2);彼後(1);約壹(3)

譯字彙編

1) 更大的(7) 路12:18; 約5:20; 約5:36; 來6:13; 來6:16; 彼後2:11; 約壹5:9;

2) 大於(7) 太12:6; 太13:32; 約10:29; 約13:16; 約13:16; 約15:20; 約壹3:20;

3) 較大的(4) 太23:11; 太23:17; 太23:19; 林前13:13;

4) 更大(4) 約14:12; 林前12:31; 來9:11; 約壹4:4;

5) 大過(3) 太11:11; 約4:12; 約8:53;

6) 最大的(3) 太18:1; 太18:4; 路9:46;

7) 大的(2) 約14:28; 羅9:12;

8) 為大(2) 可9:34; 路22:27;

9) 比⋯還大(1) 太11:11;

10) 更多的(1) 雅4:6;

11) 比⋯都大(1) 可4:32;

12) 大於⋯的(1) 約15:13;

13) 大過於⋯的(1) 路7:28;

14) 比⋯更大了(1) 可12:31;

15) 更重的(1) 雅3:1;

16) 更重了(1) 約19:11;

17) 大(1) 路22:24;

18) 還大(1) 路7:28;

19) 為大的(1) 路22:26;

20) 更大的事(1) 約1:50;

21) 較強了(1) 林前14:5;

22) 更(1) 來11:26