κατακορής: Difference between revisions
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakoris | |Transliteration C=katakoris | ||
|Beta Code=katakorh/s | |Beta Code=katakorh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">satiated, glutted</b>, οἴνῳ <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.83B.</span>; σιτίοις <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of solutions, <b class="b2">saturated, strong</b>. φάρμακον <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>5.15</span>, cf. Gal.19.108; ἅλμη Id.5.111. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of colours, | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">satiated, glutted</b>, οἴνῳ <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.83B.</span>; σιτίοις <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of solutions, <b class="b2">saturated, strong</b>. φάρμακον <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>5.15</span>, cf. Gal.19.108; ἅλμη Id.5.111. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of colours, [[deep]], μέλαν κατακορές <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>68c</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>795a3</span>; <b class="b3">Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ</b>. <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>4.8.7</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.105</span>; διαχώρημα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>596</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Epid.</span>4.20</span>; τὰ κ. πονηρά <span class="bibl">Id.<span class="title">Coac.</span>601</span>; ἐρύθημα <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>7.7</span>; <b class="b3">στήθεα κ</b>. dub. sens. ib.<span class="bibl">2.6.14</span>, cf. Gal.19.108. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> of harmony, [[complete]], τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>3</span>; <b class="b3">-κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν</b> ib.<span class="bibl">5</span>; <b class="b3">-κορέστερον μέλος</b>, of the spheres, lamb.<span class="title">VP</span>15.65. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">intense, violent</b>, <b class="b3">δίψα, ῥύσις</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>7.11</span>, <span class="bibl"><span class="title">Medic.</span>6</span>; βήξ <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>7.26</span>; [[profound]], <b class="b3">ὕπνος</b> ib.<span class="bibl">7.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> metaph., <b class="b3">βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα</b> a [[profound]] problem, <span class="bibl">Ph.1.659</span>; <b class="b3">ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη</b> a [[deep]] resolve, <span class="bibl">Id.1.78</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">immoderate, wearisome</b>, <b class="b3">παρρησία, συνουσία</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>240e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>776a</span>; <b class="b3">ἂν ᾖ κατακορῆ</b> [<b class="b3">τὰ ἐπίθετα</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1406a13</span>, cf. <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>303</span>; κατακορὴς ἀπείλει <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>79</span>; τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος <span class="bibl">Plb. 31.26.10</span>, cf. <span class="bibl">32.2.5</span>; ὁ Δημοσθένης… ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3; -εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span> 45</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Adv. <b class="b3">-κορῶς</b>, Ion. <b class="b3">-ρέως</b>, <b class="b2">deeply, intensely</b>, <b class="b3">κ. δίαιμον</b> [[deeply]] tinged with blood, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>1.10</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">to excess</b>, διαχωρήματα μᾶλλον τοῦ καιροῦ -έως Χολώδεα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>54</span>; cf. [[κατάκορος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:50, 28 June 2020
English (LSJ)
ές,
A satiated, glutted, οἴνῳ Phryn.PSp.83B.; σιτίοις Procop.Arc.13. 2 of solutions, saturated, strong. φάρμακον Hp. Epid.5.15, cf. Gal.19.108; ἅλμη Id.5.111. 3 of colours, deep, μέλαν κατακορές Pl.Ti.68c, cf. Arist.Col.795a3; Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ. Thphr. HP4.8.7, cf. S.E.P.1.105; διαχώρημα Hp.Coac.596, cf. Epid.4.20; τὰ κ. πονηρά Id.Coac.601; ἐρύθημα Id.Epid.7.7; στήθεα κ. dub. sens. ib.2.6.14, cf. Gal.19.108. 4 of harmony, complete, τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης Nicom.Harm.3; -κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν ib.5; -κορέστερον μέλος, of the spheres, lamb.VP15.65. II metaph., intense, violent, δίψα, ῥύσις, Hp. Epid.7.11, Medic.6; βήξ Id.Epid.7.26; profound, ὕπνος ib.7.2. b metaph., βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα a profound problem, Ph.1.659; ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη a deep resolve, Id.1.78. 2 immoderate, wearisome, παρρησία, συνουσία, Pl.Phdr.240e, Lg.776a; ἂν ᾖ κατακορῆ [τὰ ἐπίθετα] Arist.Rh.1406a13, cf. Demetr.Eloc.303; κατακορὴς ἀπείλει Tim.Pers.79; τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος Plb. 31.26.10, cf. 32.2.5; ὁ Δημοσθένης… ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3; -εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις D.H.Dem. 45. III Adv. -κορῶς, Ion. -ρέως, deeply, intensely, κ. δίαιμον deeply tinged with blood, Aret.SA1.10. 2 to excess, διαχωρήματα μᾶλλον τοῦ καιροῦ -έως Χολώδεα Hp.Acut.54; cf. κατάκορος.
German (Pape)
[Seite 1355] ές, ganz gesättigt, nach B. A. 48, 13 besser als κατάκορος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κατακορής: -ές, (κατακορέννυμι), ἐντελῶς κορένυμαι, εἰμὶ πεπληρωμένος μέχρι κόρου, κεκορεσμένος σχεδὸν μέχρι ἀηδίας, οἴνῳ Α. Β. 48· σιτίοις Προκοπ. Ἀνέκδ. 13, ἀντίθετον τῷ ἄκροις δακτύλοις γεύεσθαι. 2) ἐπὶ χρωμάτων, πεπληρωμένος, τέλειος, «βαθύς», Λατ. saturatus, μέλαν κατακορὲς Πλάτ. Τίμ. 68C, Θεόφρ. π. Χρωμ. 25· κ. χροίην ἢ χρόᾳ Γαλην. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβολικός, σφοδρός, βήξ, ἐρύθημα, ῥύσις, δίψα, ὕπνος, κτλ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon. 2) ἐπὶ τοῦ ὁμιλεῖν, ἀκόρεστος, ὑπερβολικός, ἄμετρος, φορτικός, ὀχληρός, παρρησία, συνουσία Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε, Νόμ. 776Α· ἂν ᾖ κατακορῆ τὰ ἐπίθετα Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ὁ Δημοσθένης... ἐν τούτῳ τῷ γένει κατακορέστατος Λογγῖνος 22. 3· κατακορεστέραις κέχρηται ταῖς ἁρμονίαις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 45.― Ἐπίρρ. -ρέως Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε κατάκορος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fastidieux, fatigant, excessif.
Étymologie: κατά, κορέννυμι.
Greek Monolingual
κατακορής, -ές (Α)
1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.)
2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.)
3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.)
4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν», Νικόμ.)
5. έντονος, σφοδρός («κατακορὴς δίψα», Ιπποκρ.)
6. άμετρος, υπερβολικός («παρρησίᾳ κατακορεῑ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρωμένου», Πλάτ.)
7. φρ. α) «κατακορὲς αἴνιγμα» — αίνιγμα που δύσκολα λύνεται (Φίλ.)
β) «κατακορὴς γνώμη» — βαθυστόχαστη απόφαση (Φίλ).
επίρρ...
κατακορῶς και ιων. τ. κατακορέως (Α)
1. έντονα, βαθιά («κατακορέως δίαιμον» — βαθιά χρωματισμένο με αίμα, Αρετ.)
2. υπέρμετρα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κορής (< κόρος (Ι) «χορτασμός»), πρβλ. δια-κορής, υπερ-κορής].
Greek Monotonic
κατακορής: -ές (κορέννυμι), χορτασμένος, υπερπλήρης, κορεσμένος· μεταφ., άπληστος, αχόρταγος, υπέρμετρος, υπερβολικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κατακορής:
1) густой, темный, насыщенный (χρῶμα Sext.): μέλαν κατακορές Plat. густо-черный цвет;
2) чрезмерный, преувеличенный (τὰ ἐπίθετα Arst.; ἱερουργία Plut.);
3) неумеренный, излишний (παρρησία, συνουσία Plat.; ἡδοναι Plut.);
4) не знающий меры (γυναικῶν γένος Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κορής -ές [κατά, κορέννυμι] buitensporig:. παρρησία κ. buitensporig gepraat Plat. Phaedr. 240e. geneesk. hevig (van symptomen):; ῥύσις κ. hevige bloeding Hp. Med. 6; sterk (van geneesmiddelen); Hp.; vol, verzadigd (van ingewanden). Hp. van kleuren verzadigd, diep, donker:. μέλαν κατακορές pikzwart Plat. Tim. 68c.
Middle Liddell
κατα-κορής, ές κορέννυμι
satiated, glutted: metaph. insatiable, excessive, wearisome, Plat.