ἀράομαι: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=araomai | |Transliteration C=araomai | ||
|Beta Code=a)ra/omai | |Beta Code=a)ra/omai | ||
|Definition=Aeol. inf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ἄρασθαι <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>5.22</span>: fut. <b class="b3">ἀράσομαι [ᾱ</b>], Ion. <b class="b3">ἀρήσομαι</b>: aor. <b class="b3">ἠρησάμην</b>, Aeol. 3pl. ἀράσαντο Sapph.51: pf. <b class="b3">ἤρᾱμαι</b> (only in compds. <b class="b3">ἐπήραμαι, κατήραμαι</b>): (ἀρά): [ᾱρ Hom., ᾰρ Lyr., Trag.]:—poet. Verb (v. infr.), <b class="b2">pray to</b> a god, Ἀπόλλωνι <span class="bibl">Il.1.35</span>; δαίμοσιν <span class="bibl">6.115</span>: once c. acc., | |Definition=Aeol. inf. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ἄρασθαι <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>5.22</span>: fut. <b class="b3">ἀράσομαι [ᾱ</b>], Ion. <b class="b3">ἀρήσομαι</b>: aor. <b class="b3">ἠρησάμην</b>, Aeol. 3pl. ἀράσαντο Sapph.51: pf. <b class="b3">ἤρᾱμαι</b> (only in compds. <b class="b3">ἐπήραμαι, κατήραμαι</b>): (ἀρά): [ᾱρ Hom., ᾰρ Lyr., Trag.]:—poet. Verb (v. infr.), <b class="b2">pray to</b> a god, Ἀπόλλωνι <span class="bibl">Il.1.35</span>; δαίμοσιν <span class="bibl">6.115</span>: once c. acc., [[invoke]], στυγερὰς ἀρήσετ' Ἐρινῦς <span class="bibl">Od.2.135</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. acc. et inf., [[pray]] that... ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ <span class="bibl">11.9.240</span>; τὰ ἐναντία . . ἀρέομαι ὑμῖν γενέσθαι <span class="bibl">Hdt.3.65</span> codd.; <b class="b3">ἠρῶντο</b> (sc. <b class="b3">σφέας</b>) <b class="b3"> ἐπικρατῆσαι</b> [[prayed]] that they might prevail, <span class="bibl">8.94</span>; ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται . . μολεῖν <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>509</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>350</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> c. inf. only, <b class="b3">πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι</b> <b class="b2">would pray</b> to be, <span class="bibl">Od.1.164</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">c</span> folld. by optat., <b class="b3">ἀρώμενος εἷος ἵκοιο</b> [[praying]] till thou should'st come, ib.<span class="bibl">19.367</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">pray for</b>, ἔσλα τῷ γάμβρῳ Sapph.51; ἀ. τινὶ ἀγαθά <span class="bibl">Hdt.1.132</span>: c. inf., σφᾦν . . θεοῖς ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span> 1445</span>; more freq. in bad sense, [[imprecate]], τί τινι <span class="bibl">Id.<span class="title">OT</span>251</span>; ἀρὰς ἀ. τινί <span class="bibl">Id.<span class="title">OC</span>952</span>, <span class="bibl">And.1.31</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>633</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>912</span>; and without an acc., <b class="b3">ἀρᾶσθαί τινι</b> <b class="b2">to curse</b> one, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>714</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1291</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> c. fut. inf., [[vow]] that... πατὴρ ἠρήσατο Πηλεὺς . . με . . σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν τε <span class="bibl">Il.23.144</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Act. only in Ep. aor. inf., <b class="b3">ἀρήμεναι μέλλεις</b> you are like <b class="b2">to have prayed</b>, <span class="bibl">Od.22.322</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> the part. <b class="b3">ἀρημένος</b> (q. v.) does not belong to this Verb.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:55, 29 June 2020
English (LSJ)
Aeol. inf.
A ἄρασθαι Sapph.Supp.5.22: fut. ἀράσομαι [ᾱ], Ion. ἀρήσομαι: aor. ἠρησάμην, Aeol. 3pl. ἀράσαντο Sapph.51: pf. ἤρᾱμαι (only in compds. ἐπήραμαι, κατήραμαι): (ἀρά): [ᾱρ Hom., ᾰρ Lyr., Trag.]:—poet. Verb (v. infr.), pray to a god, Ἀπόλλωνι Il.1.35; δαίμοσιν 6.115: once c. acc., invoke, στυγερὰς ἀρήσετ' Ἐρινῦς Od.2.135. 2 c. acc. et inf., pray that... ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ 11.9.240; τὰ ἐναντία . . ἀρέομαι ὑμῖν γενέσθαι Hdt.3.65 codd.; ἠρῶντο (sc. σφέας) ἐπικρατῆσαι prayed that they might prevail, 8.94; ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται . . μολεῖν S.Aj.509, cf. Ar.Th.350. b c. inf. only, πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι would pray to be, Od.1.164. c folld. by optat., ἀρώμενος εἷος ἵκοιο praying till thou should'st come, ib.19.367. 3 pray for, ἔσλα τῷ γάμβρῳ Sapph.51; ἀ. τινὶ ἀγαθά Hdt.1.132: c. inf., σφᾦν . . θεοῖς ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν S.OC 1445; more freq. in bad sense, imprecate, τί τινι Id.OT251; ἀρὰς ἀ. τινί Id.OC952, And.1.31, cf. A.Th.633, Pr.912; and without an acc., ἀρᾶσθαί τινι to curse one, E.Alc.714, cf. S.OT1291. 4 c. fut. inf., vow that... πατὴρ ἠρήσατο Πηλεὺς . . με . . σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν τε Il.23.144. II Act. only in Ep. aor. inf., ἀρήμεναι μέλλεις you are like to have prayed, Od.22.322. III the part. ἀρημένος (q. v.) does not belong to this Verb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράομαι: Ἰων. ἀρέομαι: μέλλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ἰων. ἀρήσομαι: ἀόρ. ἠρησάμην: πρκμ. ἤρᾱμαι (ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέτοις ἐπήραμαι, κατήραμαι), ἀποθ.· (ἀρά). ― Ποιητ. ῥῆμα ἴδε κατωτ.), προσεύχομαι, ἠρᾶθ’ ὁ γεραιὸς Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἰλ. Α. 35· δαίμοσιν Ζ. 115: ― ἅπαξ μετ’ αἰτ., ἐπικαλοῦμαι…, στυγερὰς ἀρήσετ’ Ἐρινῦς Ὀδ. Β. 135. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., παρακαλῶ, προσεύχομαι ὅπως…, ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ Ἰλ. Ι. 240· τὰ ἐναντία… ἀρέομαι ὑμῖν γενέσθαι Ἡρόδ. 3. 65· ἠρῶντο (ἐνν. σφέας) ἐπικρατῆσαι, ηὔχοντο ὅπως ὑπερισχύσωσιν, 8. 94· ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται… μολεῖν Σοφ. Αἴ. 509, πρβλ. Ο. Κ. 1445, Ἀριστοφ. Θεσμ. 350. β) μετὰ μόνου ἀπαρεμ., πάντες κ’ ἀρησαίατ’ ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι, «εὔξαιντο» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 164. γ) ὡσαύτως ἑπομένης εὐκτικῆς, ἀρώμενος, εἷος ἵκοιο γῆράς τε λιπαρόν, εὐχόμενος νὰ φθάσῃς εἰς λιπαρὸν γῆρας, Ὀδ. Τ. 367, ἀλλ’ ἴδε Mehlh Ἀνακρ. σ. 121 κἑξ. 3) εὔχομαί τι περὶ τινος, τινί τι, ἑνίοτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀρ. τινι ἀγαθὰ Ἡρόδ. 1. 132, πρβλ. 3. 65· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαί τινα, παθεῖν ἅπερ τοῖσδ’ ἀρτίως ἠρησάμην Σοφ. Ο. Τ. 251· ἀρὰς ἀρ. τινι ὁ αὐτ. Ο. Κ. 952, κτλ., Ἀνδοκ. 5. 17, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 633, Πρ. 912· καὶ ἄνευ τῆς αἰτιατ., ἀρᾶσθαί τινι, καταρῶμαί τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 714, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1291. 4) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλοντος, καθιερῶ τι δι’ εὐχῆς, εὔχομαι νὰ…, «τάζω», Σπερχεί’, ἄλλως σοί γε πατὴρ ἠρήσατο Πηλεύς…, σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην, «ὦ Σπερχειέ, εἰκῇ καὶ μάτην ηὔξατό σοι γε ὁ Πηλεύς… σοί τε τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας ἀποκόψειν καὶ θυσίαν ἁγίαν ποιήσειν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ψ. 144. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ Ἐπ. ἀπαρεμ. ἀρήμεναι, εὔχεσθαι, Ὀδ. Χ. 322· ἀλλ’ ὁ Βουττμ. ἐν καταλόγῳ Ἀνωμ. ῥημάτ. παρατηρεῖ ὅτι παρῳχημένος χρόνος ἀπαιτεῖται ἐν τῷ χωρίῳ, καὶ νομίζει ὅτι τὸ ἀρήμεναι δυνατὸν νὰ εἶναι Ἐπικὸν ἀντὶ τοῦ ἀρῆναι ἀόρ. β΄ παθ. = ἀρήσασθαι, «εὔξασθαι» (Σχόλ.). ΙΙΙ. ἡ μετοχὴ ἀρημένος (ἴδε τὴν λέξιν) δὲν ἀνήκει εἰς τοῦτο το ῥῆμα.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. ἀράσομαι, ao. ἠρασάμην, pf. seul. en compos.
adresser une prière à, invoquer, acc. ; ἀρ. ἀγαθά τινι HDT souhaiter du bien à qqn ; en mauv. part ἀρὰς ἀρᾶσθαί τινι SOPH ou simpl. ἀρᾶσθαι SOPH faire des imprécations contre qqn, maudire.
Étymologie: ἀρά.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón., át. contr. ἀρῶμαι Od.19.367, Hdt.3.65, S.OC 1445; lesb. ἄραμαι Sapph.22.17
• Prosodia: [ᾰρ-, jón. ép. ᾱρ-]
• Morfología: [jón. fut. ἀρήσ-; aor. ἤρησ-; pres. inf. ἀράασθαι Hes.Fr.204.79, ἄρασθαι Sapph.16.22, impf. 2a pers. ἄραο Sapph.112.1, 2; aor. ἠρασάμην AP 5.47 (Rufin.); en v. act. sólo inf. ἀρήμεναι Od.22.322]
I gener.
1 pronunciar un voto, rogar, hacer votos abs. ἠρᾶθ' ὁ γεραιός Il.1.35, cf. 5.114, 10.283, h.Ap.332, σοί ... γάμος ὡς ἄραο ἐκτετέλεστ' Sapph.112.1, cf. 22.17, c. dat. de la divinidad impetrada Διὸς κούρῃ Il.6.304, Od.6.323, Ἀθήνῃ Il.10.277, Od.4.761, δαίμοσι Il.6.115, θεοῖσι Il.3.318, cf. Od.12.337, νύμφῃς Od.13.355, μητρὶ φίλῃ Aquiles a su madre Tetis Il.1.351, a seres divinizados ἀνέμοισι Il.23.194.
2 c. or. compl. de inf. hacer votos, rogar, orar c. dat. de la divinidad impetrada ὁππότε ... ἀρήσῃ Διὶ πατρὶ ... θάσσονας ἰρήκων ἔμεναι ... ἵππους Il.13.818, cf. Od.18.176, ταὶ ... ποταμῶ(ι) καλλιρόω(ι) ἀράσαντ' ἐρατὸν τελέσαι γάμον Alcm.(?) en POxy.3213.5, θεοῖς ἀρᾶται (σε) ζῶντα πρὸς δόμους μολεῖν S.Ai.509, cf. Tr.48, E.Heracl.851, ἀράσασθαι ... Ἀθηνᾷ τίσασθαι αὐτήν Moero 4
•sin dat. de la divinidad, desacralizado rogar, pedir, desear πολέες τέ μιν ἠρήσαντο ἱππῆες φορέειν muchos jinetes pidieron llevarlo, Il.4.143, Ἀχιλεὺς Βορέην ... ἐλθεῖν ἀρᾶται Il.23.209, τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ Il.9.240, ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι Od.1.164, cf. 19.533, μιγήμεναι ἐν δαῒ λυγρῇ Il.13.286, παρὰ λεχέεσσι κλιθῆναι h.Hom.6.16, λαβεῖν ... Λυδούς Hdt.1.27, cf. 8.94, πεδέχην δ' ἄρασθαι Sapph.16.22, φυγεῖν πλόον AP 7.543.1
•c. or. dependientes ἀρώμενος ἧος ἵκοιο rogando porque vinieras, Od.19.367
•c. μή: ἀρῶμαι μή ποτ' ἀντῆσαι κακῶν S.OC 1445
•condicionadamente hacer voto de, prometer, juramentarse c. dat. de la divinidad σοι ... ἠρήσατο ... με νοστήσαντά σοι ... κόμην κερέειν te prometió que a mi vuelta te consagraría la cabellera, Il.23.144.
3 c. ac. rogar, pedir ἀράσοντο δὲ πάμπαν ἔσλα γάμβρῳ Sapph.141.6, ἑωυτῷ ... ἀγαθά Hdt.1.132
•σοὶ πολλὰ ... κέδν' ἀρώμενοι E.Or.1138
•c. ac. de pers. ἔχηις δὲ πάρθενον, ἂν ἄραο Sapph.112.2.
II en sent. neg.
1 hacer votos desfavorables, deprecar dentro del ámbito familiar, c. dat. del dios impetrado ἐξ ἀρέων μητρὸς ... ἥ ῥα θεοῖσι πόλλ' ἀχέουσ' ἠρᾶτο κασιγνήτοιο φόνοιο a causa de las maldiciones de su madre ... que en verdad muchas veces dolida a los dioses deprecó por la muerte de su hermano, Il.9.567
•en ámbitos más amplios, c. inf. y orac. de inf. πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι ... τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τέλος ... γενέσθαι muchas veces habrás hecho votos desfavorables para que el fin de mi viaje estuviera lejos, Od.22.322, τὰ ἐναντία τούτοισι ἀρῶμαι ὑμῖν γενέσθαι depreco que os ocurra lo contrario a esos votos favorables Hdt.l.c., cf. 3.124, κακῶς ἀπολέσθαι τοῦτον αὐτὸν ... ἀρᾶσθε deprecad que éste perezca malamente Ar.Th.350.
2 c. dat. de la pers. contra quien se dirige la maldición y ac. int. imprecar, deprecar en el ámbito familiar παισὶν ἑοῖσι ... ἐπαρὰς ... ἠρᾶτο· θεῶν δ' οὐ λάνθανε ἐρινύν a sus hijos maldijo con imprecaciones; y no escapó al castigo de los dioses, Thebaïs 2.8, cf. S.OT 251, E.Ph.67, Hipp.1168
•sólo c. ac. int. (ἀρά) ἣν ... ἡρᾶτο A.Pr.912, cf. S.OC 952, 1389, 1406, Ant.428, ἀρήσετ' ἐρινῦς imprecó invocando a las Erinis, Od.2.135
•en ámbitos más amplios que el familiar πόλει ... ἀρᾶται ... τύχας contra la ciudad impreca infortunios A.Th.633, ἀρὰς τυράννοις ... ἀρωμένη E.Med.607, cf. Rh.505
•κακὰ πολλὰ ἑῇ ἠρήσατο γαστρί lanzó mil maldiciones contra su estómago (por el hambre que tenía), A.R.1.1176
•sólo c. dat. maldecir γονεῦσιν E.Alc.714, τῷ λαῷ LXX 1Re.14.24
•c. prep. y gen. Ἀλθαίαν ἀράσασθαι κατ' αὐτόν (dicen) que Altea pronunció maldiciones contra él Apollod.1.8.3
•c. ac. de pers. τὸν λαὸν τοῦτον en la historia de Balaam LXX Nu.22.6, c. dos ac. τί ἀράσωμαι ὃν μὴ καταρᾶται ὁ θεός; LXX Nu.23.8
•abs. S.OT 1291
•para cerrar un juramento solemne maldecir a los eventuales contraventores, abs. ὀμνύμεναι τ' ἐκέλευσε καὶ ... ἀράασθαι σπονδᾷ de los pretendientes de Helena juramentados, Hes.Fr.204.79
•c. ac. int. ὅρκους ... ὀμόσαντες ... καὶ ἀρασάμενοι ... ἀράς And.Myst.31.
• Etimología: Cf. ἀρά.
Greek Monotonic
ἀράομαι: Ιων. ἀρέομαι, μέλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ιων. ἀρήσομαι· αόρ. αʹ ἠρησάμην· αποθ., (ἀρά) ποιητ. ρήμα.
1. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή ή ικεσία σ' έναν θεό, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., επικαλούμαι, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. και απαρ., προσεύχομαι, ικετεύω να..., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ. μόνο, εύχομαι να αποκτήσω ή να μου συμβεί αυτό ή εκείνο, σε Ομήρ. Οδ.
3. εύχομαι κάτι για κάποιον, τί τινι, μερικές φορές με θετική σημασία, ἀράομαί τινι ἀγαθά, σε Ηρόδ.· συνήθως όμως με αρνητική σημασία, επιρρίπτω κατάρα εναντίον κάποιου, ἀρὰς ἀράομαί τινι, σε Σοφ. κ.λπ.· χωρίς αιτ., καταριέμαι κάποιον, σε Ευρ.
4. με απαρ., εύχομαι παίρνοντας ιερό όρκο, ορκίζομαι, κάνω τάμα ότι θα..., ἠρήσατο ῥέξειν, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀράομαι: ион. ἀρέομαι (ᾱρ, Hom. атт. ᾰρ)
1) обращаться с молитвами, молиться (Ἄπόλλωνι Hom.; θεοῖς Soph.): ἀ. τάχιστα φανήμεναι ἠῶ Hom. молиться, чтобы поскорее взошла заря;
2) призывать в молитвах (στυγερὰς Ἐρινῦς Hom.);
3) заклинать (богов), торжественно просить, желать Hom., Soph., Eur.: ἀ. τινί τι (γενέσθαι) Her. желать кому-л. чего-л.;
4) проклинать: ἀ. ἀράς τινι Aesch., Soph. или κατά τινος Plut. и φωνὰς δεινὰς ἐπί τινα Plut. призывать проклятья на кого-л.
Middle Liddell
[ἀρά]
1. to pray to a god, c. dat., Il.:—c. acc. to invoke, Od.
2. c. acc. et inf. to pray that, Il., Hdt., Soph.:—c. inf. only, to pray to be so and so, Od.
3. to pray something for one, τί τινι; sometimes in good sense, ἀρ. τινι ἀγαθά Hdt.; but usually in bad, to imprecate upon one, ἀρὰς ἀρ. τινι Soph., etc.; without an acc., ἀρᾶσθαί τινι to curse one, Eur.
4. c. inf. fut. to vow that one will or would, ἠρήσατο ῥέξειν Il.