ἐπιφοιτάω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epifoitao | |Transliteration C=epifoitao | ||
|Beta Code=e)pifoita/w | |Beta Code=e)pifoita/w | ||
|Definition=Ion. ἐπιφοιτ-έω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">come habitually</b> or <b class="b2">in addition</b>, πλεῦνος αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος <span class="bibl">Hdt.1.97</span> ; <b class="b3">οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες</b> the <b class="b2">subsequent arrivals</b>, <span class="bibl">Id.9.28</span> ; <b class="b3">ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος</b> every | |Definition=Ion. ἐπιφοιτ-έω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">come habitually</b> or <b class="b2">in addition</b>, πλεῦνος αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος <span class="bibl">Hdt.1.97</span> ; <b class="b3">οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες</b> the <b class="b2">subsequent arrivals</b>, <span class="bibl">Id.9.28</span> ; <b class="b3">ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος</b> every [[new]] wine-jar [[imported]], <span class="bibl">Id.3.6</span> ; <b class="b3">ἐ. ἐς.</b>. <b class="b2">to go about</b> to different places, <span class="bibl">Th.1.135</span> ; <b class="b3">τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες</b> <b class="b2">visiting, invading</b> it, ib.<span class="bibl">81</span> ; τὰς πόλεις <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.221b</span> : c. dat., τοῖς θεάτροις <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. dat. pers., <b class="b3">σπάνιος ἐ. σφι</b> [[visits]] them rarely, of the Phoenix, <span class="bibl">Hdt.2.73</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.265</span>, <span class="bibl">Palaeph.37</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>9</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> c. acc. pers., of visions, [[haunt]], <span class="bibl">Hdt.7.16</span>.<b class="b3">γ</b>, cf. <span class="bibl">15</span> ; of a disease, [[recur]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>316</span> ; [[spread]], <b class="b3">ἅπασι [τοῖσι νεύροισι]</b>, of rheumatic pains, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.12</span> ; <b class="b3">ἐπεφοίτα πανταχόσε</b> he <b class="b2">went round</b> to every ship, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>65</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> in mal. part., ταῖς θυγατράσι τινός <span class="bibl">Hdn.5.3.10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 29 June 2020
English (LSJ)
Ion. ἐπιφοιτ-έω,
A come habitually or in addition, πλεῦνος αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος Hdt.1.97 ; οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες the subsequent arrivals, Id.9.28 ; ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος every new wine-jar imported, Id.3.6 ; ἐ. ἐς.. to go about to different places, Th.1.135 ; τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες visiting, invading it, ib.81 ; τὰς πόλεις Jul.Or.7.221b : c. dat., τοῖς θεάτροις Ael.VH2.13. 2 c. dat. pers., σπάνιος ἐ. σφι visits them rarely, of the Phoenix, Hdt.2.73, cf. Ph.1.265, Palaeph.37, Luc.Am.9, etc. 3 c. acc. pers., of visions, haunt, Hdt.7.16.γ, cf. 15 ; of a disease, recur, Hp.Coac.316 ; spread, ἅπασι [τοῖσι νεύροισι], of rheumatic pains, Aret.SD2.12 ; ἐπεφοίτα πανταχόσε he went round to every ship, Plu.Ant.65. 4 in mal. part., ταῖς θυγατράσι τινός Hdn.5.3.10.
German (Pape)
[Seite 1000] hinzugehen, -kommen, οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Her. 9, 28, öfter; von Traumbildern, 7, 15. 16; von Sachen, ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος 3, 6; τινί, zu Einem, 2, 73; ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον Thuc. 1, 135; Sp., τὰς πόλεις, besuchen, Iulian.; feindlich einfallen, Thue. 1, 81. – Häufig, u Einem kommen, besuchen, Luc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφοιτάω: Ἰων. -έω, μεταβαίνω που συχνά, συχνάζω, πλεῦνος δὲ ἀεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, ἀντὶ πλεύνων δὲ ἀεὶ γινομένων τῶν ἐπιφοιτεόντων, τῶν προσερχομένων νὰ δικασθῶσιν, Ἡρόδ. 1. 97., 9. 28· ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος, τὰ ἀεὶ εἰσαγόμενα ἀγγεῖα οἴνου, ὁ αὐτ. 3. 6· ἐπ. ἐς..., περιέρχομαι εἰς διάφορα μέρη, Θουκ. 1. 135· ὥστε τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες, ὥστε εἰσβάλλοντες νὰ δῃῶμεν τὴν γῆν, αὐτόθι 81. 2) μετὰ δοτ. προσ., σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι, σπανίως ἐπισκέπτεται αὐτούς, περὶ τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τῶν Αἰγυπτίων φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπὶ ὀνείρων, φῄς τοι... ἐπιφοιτᾶν ὄνειρον θεοῦ τινος πομπῇ Ἡρόδ. 7. 16, πρβλ. 15. 16· ἐπὶ νόσου, ἐπανέρχομαι, Ἱππ. 169C, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἐπεφοίτα πανταχόσε, μετέβαινε πανταχοῦ, Πλουτ. Ἀντ. 65.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 venir de nouveau ou souvent dans un lieu, fréquenter : ἐπ. ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον THC fréquenter le reste du Péloponnèse ; avec idée d’hostilité faire des incursions dans un pays ennemi;
2 venir vers, visiter ; en gén. aller vers, τινι.
Étymologie: ἐπί, φοιτάω.
Greek Monotonic
ἐπιφοιτάω: Ιων. —έω, μέλ. -ήσω,
1. έρχομαι εξακολουθητικά, επισκέπτομαι ξανά και ξανά, πηγαίνω κάπου επανειλημμένα, συχνάζω, τὸ ἐπιφοιτέον ή οἱ ἐπιφοιτέοντες, οι επισκέπτες, σε Ηρόδ.· ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος, οι κανάτες κρασιού που έρχονταν συνέχεια, στον ίδ.· ἐπ. ἐς..., περιφέρομαι, περιηγούμαι σε διάφορα μέρη, σε Θουκ.
2. με δοτ., σπάνιος ἐπ. σφι, τους επισκέπτεται σπάνια, λέγεται για τον Φοίνικα, σε Ηρόδ.
3. με αιτ. προσ., λέγεται για οράματα, στοιχειώνω, βασανίζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφοιτάω: ион. ἐπιφοιτέω
1) прибывать, приходить, посещать (ἐς Πελοπόννησον Thuc.; τινι Her.): τὸ ἐπιφοιτέον и οἱ ἐπιφοιτέοντες Her. приходящие, посетители; ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος Her. ввозимая (в Египет) глиняная посуда;
2) посещать, являться (ἐπιφοιτέον τινὶ ὄνειρον Her.);
3) совершать нападение, делать набег (τὴν γῆν Thuc.);
4) поражать (αἱ νόσοι ἐπιφοιτῶσι Plut.).
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to come habitually to, visit again and again, τὸ ἐπιφοιτέον or οἱ ἐπιφοιτέοντες the visitors, Hdt.; ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος the wine-jars which are regularly imported, Hdt.; ἐπ. ἐς . . to go about to different places, Thuc.
2. c. dat., σπάνιος ἐπ. σφι visits them rarely, of the Phoenix, Hdt.
3. c. acc. pers., of visions, to haunt, Hdt.