πάγκοινος: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πάγ-κοινος, ον,<br />[[common]] to all, Soph.; θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i. e. by [[death]], Aesch.; ἓν [[ἀπέχθημα]] π. βροτοῖς one [[object]] of [[hate]] [[common]] to all [[mankind]], Eur.; π. [[στάσις]] all the [[band]] [[together]], Aesch. | |mdlsjtxt=πάγ-κοινος, ον,<br />[[common]] to all, Soph.; θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i. e. by [[death]], Aesch.; ἓν [[ἀπέχθημα]] π. βροτοῖς one [[object]] of [[hate]] [[common]] to all [[mankind]], Eur.; π. [[στάσις]] all the [[band]] [[together]], Aesch. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[common]], [[shared by all]], [[shared by others]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:42, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A common to all, νοσήματα Hp.Aër.2, Gal.17(1).2; π. σοφισταί Poll.4.43: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις… Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant.1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th.608; ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138 (lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr.425; π. τέρας Pi.Pae.9.10; στάσις π. all the band together, A.Ch.458 (lyr.). Adv. -νως Man.4.506.
German (Pape)
[Seite 435] Allen gemeinsam, allgemein; χώρα, Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; στάσις, Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῦς ἐν κόλποις, Ant. 1106; ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.
Greek (Liddell-Scott)
πάγκοινος: -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. χώρα, ἡ Ὀλυμπία, Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς, ἀπέχθημα κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. στάσις Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
commun à tous.
Étymologie: πᾶς, κοινός.
English (Slater)
πάγκοινος, -ον
1 open to all “δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” Olympia (O. 6.63) ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. that all have seen, viz. the eclipse of the sun at Thebes Πα. . 1. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός i. e. that all may hear fr. 188.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ πάγκοινος, -ον)
1. αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο κοινός σε όλους (α. «πάγκοινη πανήγυρη» β. «πάγκοινος χώρα», Πίνδ.)
2. ο γνωστός, ο φανερός σε όλους, κοινότατος, πασίγνωστος
νεοελλ.
μτφ. κοινότατος, συνηθισμένος, τετριμμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο μετέχουν όλοι («ἄν μὴ ἀνάγκη καταλάβῃ παγκοίνου στρατείας», Αισχύλ.).
επίρρ...
παγκοίνως και πάγκοινα (Α παγκοίνως)
κοινότατα, σε όλους («έγινε παγκοίνως γνωστό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοινός.
Greek Monotonic
πάγκοινος: -ον, κοινός σε όλους, σε Σοφ.· Θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. με θάνατο, σε Αισχύλ.· ἕν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, βδέλυγμα μισητό από όλη την ανθρωπότητα, σε Ευρ.· πάγκοινος στάσις, όλη η ομάδα μαζί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πάγκοινος:
1) общий для всех, доступный всем (χώρα Pind.; Ἐλευσινίας Δηοῦς κόλποι Soph.);
2) присущий всем, всеобщий: ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Eur. предмет ненависти всех людей;
3) предназначенный для всех, всем предстоящий (θεοῦ μάστιξ π. Aesch.; Ἃιδᾱ π. λίμνη Soph.);
4) весь, целый: π. στάσις Aesch. вся толпа.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγκοινος -ον [πᾶς, κοινός] gemeenschappelijk, gezamenlijk:. ποῖον τοῦτο πάγκοινον λέγεις; wat is dit voor algemene uitspraak die je doet? Soph. Ant. 1049; νοσήματα πάγκοινα epidemische ziekten Hp. Aër. 2.
Middle Liddell
πάγ-κοινος, ον,
common to all, Soph.; θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i. e. by death, Aesch.; ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, Eur.; π. στάσις all the band together, Aesch.