ἐπικραίνω: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikraino | |Transliteration C=epikraino | ||
|Beta Code=e)pikrai/nw | |Beta Code=e)pikrai/nw | ||
|Definition=Ep. ἐπι-κραιαίνω, 3sg. fut. | |Definition=Ep. ἐπι-κραιαίνω, 3sg. fut. [[ἐπικρᾱνεῖ]] dub. in <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1340</span> codd.(anap.): aor. 1 <b class="b3">-έκρᾱνα</b>, Ep. <b class="b3">-έκρηνα, -εκρήηνα</b>(v. infr.):—Med., 3pl. aor. 1 <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ἐπεκρήναντο <span class="bibl">Q.S.14.297</span>:<b class="b2">—bring to pass, accomplish</b>, [[ἀρὴν]] <b class="b3">πᾶσαν ἐπικρήνειε</b> [[may]] he [[fulfil]] it, <span class="bibl">Il.15.599</span>; <b class="b3">οὔ σφιν ἐπεκραίαινε</b> he [[fulfilled]] it not for them,<span class="bibl">3.302</span>, cf. <span class="bibl">2.419</span> (v.l.<b class="b3">-άαινε</b>); <b class="b3">νῦν μοι τόδδ' ἐπικρήηνον</b> [[ἐέλδωρ]] [[grant]] me this prayer, [[fulfil]] it, <span class="bibl">1.455</span>, etc.; <b class="b3">μῦθον ἐπεκρήηνε</b> [[καρήατι]] by a nod, <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>40</span>; ἐ. τέλος <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>624</span>; ἀληθῆ <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>887</span> (lyr.); γάμου πικρὰς τελευτάς <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>744</span> (lyr.); [[ποινὰς]] [[θανάτων]] ib.<span class="bibl">1340</span> (anap.); <b class="b3">χάριν ἀντ' ἔργων</b> ib.<span class="bibl">1546</span> (anap.), cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span> 1468</span>(anap.); τὸ δέον Archyt. ap. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>4</span>:—Pass., <b class="b3">χρυσῷ δ' ἐπὶ</b> <b class="b3">χείλεα κεκράαντο</b> [[were finished off]] with gold, <span class="bibl">Od.4.132</span>, cf. <span class="bibl">616</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:20, 8 July 2020
English (LSJ)
Ep. ἐπι-κραιαίνω, 3sg. fut. ἐπικρᾱνεῖ dub. in A.Ag.1340 codd.(anap.): aor. 1 -έκρᾱνα, Ep. -έκρηνα, -εκρήηνα(v. infr.):—Med., 3pl. aor. 1
A ἐπεκρήναντο Q.S.14.297:—bring to pass, accomplish, ἀρὴν πᾶσαν ἐπικρήνειε may he fulfil it, Il.15.599; οὔ σφιν ἐπεκραίαινε he fulfilled it not for them,3.302, cf. 2.419 (v.l.-άαινε); νῦν μοι τόδδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ grant me this prayer, fulfil it, 1.455, etc.; μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι by a nod, Call.Dian.40; ἐ. τέλος A.Supp.624; ἀληθῆ Id.Th.887 (lyr.); γάμου πικρὰς τελευτάς Id.Ag.744 (lyr.); ποινὰς θανάτων ib.1340 (anap.); χάριν ἀντ' ἔργων ib.1546 (anap.), cf. S.Ph. 1468(anap.); τὸ δέον Archyt. ap. Iamb.Protr.4:—Pass., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο were finished off with gold, Od.4.132, cf. 616.
German (Pape)
[Seite 952] vollenden, in Erfüllung gehen lassen; ἀρὴν ἐπικρήνειε Il. 15, 599; Ζεὺς δ' ἐπέκρανεν τέλος Aesch. Suppl. 619; ςάμου πικρὰς τελευτάς Ag. 724; ἄλλων ποινὰγ θανάτων ἐπικρανεῖ 1313; zu Ende bringen, δαμίων, ὃς ταῦτ' ἐπέκρανεν Soph. Phil. 1454; sp. D.; τέρμα γὰρ εἴς με βίου Μοῖρ' ἐπέκρανε τόδε Ep. ad. 734 (App. 148). – In H. h. Merc. 531, (ῥάβδος) πάντας ἐπικραίνουσα θεούς, wird es beherrschen, lenken übersetzt, l. d., Herm. will πάντας ἐπικραίνουσ' οἴμους ἐπέων ändern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικραίνω: Ἐπικ. -κραιαίνω: μέλλ. -κρᾰνῶ (ἀλλὰ ἐπικρᾱνεῖ ἢ ἀντεπικρᾱνεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1340, περὶ ὧν ἴδε ἐν λέξει φαίνω)˙ ἀόρ. α΄ -έκρᾱνα, Ἐπικ. -έκρηνα, -εκρήηνα: - Μέσ., ἐπεκρήναντο Κόϊντ. Σμ. 14. 297. Ἐπιτελῶ, ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., κλπ.˙ ἀρὴν πᾶσαν ἐπικρήνειε, «ἐπιτελέσειε» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 599˙ ὣς ἔφαν˙ οὐδ’ ἄρα πώ σφιν ἐπεκραίαινε Κρονίων, «οὕτως εἶπον˙ οὔπω δ’ ἄρα τὴν αἴτησιν αὐτοῖς ἐπετέλει ὁ τοῦ Κρόνου υἱὸς» (Θ. Γαζῆς), Γ. 302, πρβλ. Β. 419˙ ἠδ’ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ, «καὶ νῦν δή μοι ἐπιτέλεσον τὸ ἐπιθύμημα» (Σχόλ.) Ἰλ. Α. 455, κτλ.˙ μῦθον ἐπεκρήηνε καρήατι, διὰ κατανεύσεως τῆς κεφαλῆς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 40˙ οὕτω, ἐπ. τέλος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 624˙ ἀληθῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 687˙ γάμου πικρὰς τελευτὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 745˙ πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1468. - Παθ., χρυσῷ δ’ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, «ἤγουν ἐπὶ χρυσῷ τὰ χείλη ἀπήρτιστο καὶ τετελείωτο» (Εὐστ.), Ὀδ. Δ. 132, πρβλ. 616, Ο. 116˙ ἐπεκραίνεται μόρσιμος αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 46, πρβλ. Εὐμ. 969. ΙΙ. διευθύνω, κυβερνῶ, θεοὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 531, ἔνθα ὁ Ἕρμαννος ἀναγινώσκει οἴμους ἀντὶ θεούς.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπικρανῶ;
accomplir, mener à terme, réaliser.
Étymologie: ἐπί, κραίνω.
English (Autenrieth)
aor. opt. ἐπικρήνειε, imp. ἐπικρήηνον: bring to fulfilment, fulfil, accomplish. (Il.)
Greek Monolingual
ἐπικραίνω (Α)
εκπληρώνω, επιτελώ, εκτελώ, φέρω εις πέρας («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. ἐπικραίνομαι
κατασκευάζομαι, γίνομαι, εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών», Αισχύλ.)
3. διευθύνω, κυβερνώ
4. προορίζω, προκαθορίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κραίνω «επιτελώ»].
Greek Monotonic
ἐπικραίνω: Επικ. -κραιαίνω· μέλ. -κρᾰνῶ, αόρ. αʹ -έκρᾱνα, Επικ. -έκρηνα και -εκρήηνα· εκτελώ, πετυχαίνω, εκπληρώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· νῦνμοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ, παραχώρησε, πραγματοποίησέ μου τώρα αυτή την προσευχή, εκπλήρωσέ την, στο ίδ. — Παθ., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, ολοκληρώθηκαν με χρυσάφι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικραίνω: эп. тж. ἐπικραιαίνω (fut. ἐπικρᾰνῶ, эп. 3 л. sing. aor. opt. ἐπικρήνειε)
1) приводить в исполнение, свершать, осуществлять (ἀρὴν πᾶσάν τινος Hom.; ποινὰς θανάτων Aesch.): νῦν μοι τόδ᾽ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ Hom. ныне исполни эту мою мольбу; χρυσῷ ἐπὶ χείλεα κεκράανται Hom. края (серебряной чаши) отделаны золотом;
2) направлять, управлять (πάντας θεούς - v. l. οἴμους ἐπέων τε καὶ ἔργων HH).
Middle Liddell
epic -κραιαίνω fut. -κρᾰνῶ aor1 -έκρᾱνα epic -έκρηνα and -εκρήηνα
to bring to pass, accomplish, fulfil, Il.; νῦν μοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ grant me now this prayer, fulfil it, Il.:—Pass., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο were finished off with gold, Od.