ὑποτείνω: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoteino | |Transliteration C=ypoteino | ||
|Beta Code=u(potei/nw | |Beta Code=u(potei/nw | ||
|Definition=(A), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[stretch under]], [[put under]], ὀθόνιον <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>14</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>74a</span>; δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>13</span>; <b class="b3">ἀντηρίδας . . ὑ. πρὸς τοὺς τοίχους</b> [[fixed]] stay-beams [[to strengthen]] the ship's sides, <span class="bibl">Th.7.36</span>:—Pass., to [[be extended beneath]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>695a2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> intr., [[extend under]], [[subtend]], <b class="b3">ὑπὸ τὴν μείζω γωνίαν ὑ. τὴν τοῦ τριγώνου</b> (sc. <b class="b3">ἡ γραμμή</b>) <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>376a13</span>; <b class="b3">ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα</b> (sc. | |Definition=(A), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[stretch under]], [[put under]], ὀθόνιον <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>14</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>74a</span>; δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>13</span>; <b class="b3">ἀντηρίδας . . ὑ. πρὸς τοὺς τοίχους</b> [[fixed]] stay-beams [[to strengthen]] the ship's sides, <span class="bibl">Th.7.36</span>:—Pass., to [[be extended beneath]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>695a2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> intr., [[extend under]], [[subtend]], <b class="b3">ὑπὸ τὴν μείζω γωνίαν ὑ. τὴν τοῦ τριγώνου</b> (sc. <b class="b3">ἡ γραμμή</b>) <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>376a13</span>; <b class="b3">ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα</b> (sc. [[γραμμή]] or [[πλευρά]]) the [[hypotenuse]] or [[line subtending]] the right angle, Apollod. ap. <span class="bibl">Ath.10.418f</span>; so <b class="b3">ἡ ὑποτείνουσα</b> alone, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>54d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>709a1</span>, <span class="bibl">20</span>; of a chord, [[subtend]] an arc, <span class="bibl">Euc.3.29</span>; <b class="b3">ἡ τὴν ΜΝΞ περιφέρειαν ὑποτείνουσα</b> εὐθεῖα Theodos. Tripol.<span class="title">Sphaer.</span>2.33 Heiberg. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[strain]], [[pull hard]], [τοὺς κάλως] <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>458</span>: metaph., μεγάλας ὀδύνας ὑ. [[intensifies]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 262</span> (anap.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[hold out hopes]], [[offer]], c. inf., ὑ. τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν <span class="bibl">Hdt.7.158</span>, cf. <span class="bibl">Th.8.48</span>; also ὑ. [τινὶ] μισθούς <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>657</span>; <b class="b3">ἐλπίδας, ὑποσχέσεις</b>, <span class="bibl">D.13.19</span>, <span class="bibl">23.14</span>:—Med., <span class="bibl">D.C.38.31</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[lay]] or [[put before one]], [[present]], [[suggest]], ὑ. τοῖς λόγοις μέμψιν <span class="bibl">Paus.7.9.4</span>; ὑ. λόγους τινὶ τοιούτους λέγειν <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>915</span> (tm.); ἀπάτην <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>10</span>:— Med., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>179e</span>; also, [[propose a question]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>448e</span>; τὸ προοίμιον δύο ταῦτα ὑποτείνεται [[has as its subjects]], <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Gal.</span>1.233</span> D.</span><br /><span class="bld">ὑποτείνω</span> (B), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[ὑποτίνω]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:05, 8 July 2020
English (LSJ)
(A),
A stretch under, put under, ὀθόνιον Hp.VC14, Pl.Ti.74a; δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην Hp.Fract.13; ἀντηρίδας . . ὑ. πρὸς τοὺς τοίχους fixed stay-beams to strengthen the ship's sides, Th.7.36:—Pass., to be extended beneath, Arist.PA695a2. b intr., extend under, subtend, ὑπὸ τὴν μείζω γωνίαν ὑ. τὴν τοῦ τριγώνου (sc. ἡ γραμμή) Id.Mete.376a13; ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (sc. γραμμή or πλευρά) the hypotenuse or line subtending the right angle, Apollod. ap. Ath.10.418f; so ἡ ὑποτείνουσα alone, Pl.Ti.54d, Arist.IA709a1, 20; of a chord, subtend an arc, Euc.3.29; ἡ τὴν ΜΝΞ περιφέρειαν ὑποτείνουσα εὐθεῖα Theodos. Tripol.Sphaer.2.33 Heiberg. 2 strain, pull hard, [τοὺς κάλως] Ar.Pax458: metaph., μεγάλας ὀδύνας ὑ. intensifies, S.Aj. 262 (anap.). II hold out hopes, offer, c. inf., ὑ. τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν Hdt.7.158, cf. Th.8.48; also ὑ. [τινὶ] μισθούς Ar.Ach.657; ἐλπίδας, ὑποσχέσεις, D.13.19, 23.14:—Med., D.C.38.31. 2 lay or put before one, present, suggest, ὑ. τοῖς λόγοις μέμψιν Paus.7.9.4; ὑ. λόγους τινὶ τοιούτους λέγειν E.Or.915 (tm.); ἀπάτην Plu.Tim.10:— Med., Pl.Tht.179e; also, propose a question, Id.Grg.448e; τὸ προοίμιον δύο ταῦτα ὑποτείνεται has as its subjects, Steph. in Gal.1.233 D.
ὑποτείνω (B),
A v. ὑποτίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτείνω: μέλλ. -τενῶ, ἐκτείνω ὑποκάτω, θέτω ὑποκάτω, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 908, Πλάτ. Τίμ. 74Α· τι ὑπό τι Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ἀντηρίδας... ὑπ. πρὸς τοὺς τοίχους, ἐνέπηξε δοκοὺς ἐγκαρσίους ὅπους στηρίξῃ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 36 - παθ., ἐκτείνομαι ὑποκάτω, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30. β) ἀμεταβ., ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑπ. τὴν τοῦ τριγώνου (ἐξυπ. ἡ γραμμὴ) Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6· ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (ἐξυπ. γραμμὴ ἢ πλευρὰ) Ἀπολλόδωρος ὁ ἀριθμητικὸς παρ’ Ἀθην. 418F· οὕτω μόνον ἡ ὑποτείνουσα Πλάτ. Τίμ. 54D, Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3 καὶ 7· ὡσαύτως ἡ νευρὰ τόξου. Μαθηματ. 2) ἐντείνω, τεντώνω ἰσχυρῶς., [τοὺς κάλως] Ἀριστοφ. Εἰρ. 458· - μεταφ., μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, ὑφαπλώνει ἢ προξενεῖ εἰς τὴν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 262. ΙΙ. προτείνω ἣ ὑπισχνοῦμαι νά, μετ’ ἀπαρ. ὑποτείνοντές τε τὰ ἐμπόρια ἐλευθεροῦν Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. Θουκ. 8. 48· - μεταφ., ὑπ. τινὶ μισθοὺς Ἀριστοφ. Ἀχ. 657· ἐλπίδας, ὑποσχέσεις Δημ. 121. 24., 625. 6· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Δίων Κάσσ. 38. 31. 2) προβάλλω ἐνώπιόν τινος, προσφέρω, προτείνω, ὑπ. τοῖς λόγοις μέμψιν Παυσ. 7. 9, 4· ὑπ. τινὶ λόγους τοιούτους λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 905· ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως προτείνω ἐρώτημα, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 448Ε.
French (Bailly abrégé)
I. tendre dessous :
1 au propre τι πρός τι fixer fortement une chose contre une autre;
2 proposer, promettre, acc. ; avec un inf. : τὸν βασιλέα φίλον ποιῆσαι THC se faire fort de concilier (à son pays) l’amitié du grand roi;
3 proposer, suggérer, acc.;
II. tendre fortement ; fig. ὑπ. ὀδύνας SOPH causer une vive douleur.
Étymologie: ὑπό, τείνω.
Greek Monolingual
(I)
ὑποτείνω, ΝΜΑ τείνω
(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα
αρχ.
1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)
2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.)
3. επιτείνω, αυξάνω («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», Σοφ.)
4. προτείνω, υπόσχομαι (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῡν», Ηρόδ.
β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῑς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)
5. προτείνω, προβάλλω κάτι ενώπιον κάποιου («ταῡτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῑς άπάτην τεχνάζων», Πλούτ.)
6. εκτείνομαι αποκάτω ή απέναντι από κάποιο σημείο («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῡ τριγώνου [ενν. ἡ γραμμή», Αριστοτ.)
7. μέσ. ὑποτείνομαι
προτείνω ερώτημα ή ζήτημα («ὥσπερ τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ καλῶς καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», Πλάτ.).
(II)
A
βλ. υποτίνω.
Greek Monotonic
ὑποτείνω: μέλ. -τενῶ,
I. 1. εκτείνω, τεντώνω από κάτω, βάζω, θέτω από κάτω, ἀντηρίδας ὑποτείνω πρὸς τοὺς τοίχους, μπήγω εγκαρσίως δοκάρια, έτσι ώστε να ενισχύσω, να στρίξω τις πλευρές του πλοίου, σε Θουκ.
2. τεντώνω ισχυρά, σε Αριστοφ.· μεταφ., ενισχύω την ένταση, επιτείνω, αυξάνω πολλαπλασιάζω, σε Σοφ.
II. 1. υπόσχομαι, προτείνω να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, ὑποτείνω τινὶ μισθούς, σε Αριστοφ.· ἐλπίδας, σε Δημ.
2. προτείνω, ὑποτείνω τινὶ λέγειν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτείνω:
1) натягивать снизу (τι περί τι Plat.): ὑ. ἀντήριδας πρὸς τοὺς τοίχους Thuc. укреплять борты балками;
2) подтягивать канатами (sc. τοῖς κάλῳς Arph.);
3) возбуждать, вызывать, причинять (μεγάλας ὀδύνας Soph.);
4) протягивать, перен. предлагать, обещать: ὑ. μισθούς Arph. предлагать вознаграждение, т. е. действовать подкупом; ὑ. ποιεῖν τι Her., Thuc. обещать сделать что-л.; ὑ. τὰς ὑποσχέσεις Dem. давать обещания;
5) внушать (τὰς ἐλπίδας τινί Dem.; τινὶ λόγους τοιούτους λέγειν Eur. - in tmesi);
6) med. ставить вопрос: σκεπτέον, ὥσπερ αὐτοὶ ὑποτείνονται Plat. необходимо рассмотреть, как они ставят вопрос;
7) мат. протягиваться: ὑπὸ τὴν μείζω γωνίαν ὑ. τοῦ τριγώνου Arst. противолежать большему углу треугольника; ἡ ὑποτείνουσα (sc. γραμμή или πλευρά) Plat., Arst. гипотенуза.
Middle Liddell
fut. -τενῶ
I. to stretch under, put under, ἀντηρίδας ὑπ. πρὸς τοὺς τοίχους to fix stay-beams so as to strengthen the ship's sides, Thuc.
2. to strain tight, Ar.: metaph. to intensify, Soph.
II. to hold out hopes, to offer to do a thing, c. inf., Hdt., Thuc.:—also, ὑπ. τινὶ μισθούς Ar.; ἐλπίδας Dem.
2. to suggest, ὑπ. τινὶ λέγειν Eur.