τανηλεγής: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tanilegis
|Transliteration C=tanilegis
|Beta Code=tanhlegh/s
|Beta Code=tanhlegh/s
|Definition=ές, perh. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bringing long woe]], epith. of death, μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο <span class="bibl">Od.2.100</span>, etc.; <b class="b3">δύο κῆρε τ. θ</b>. <span class="bibl">Il.8.70</span>; <b class="b3">κὴρ . . τ. θ</b>. <span class="bibl">Od.11.171</span>, <span class="bibl">Tyrt.12.35</span>. Adv. τανηλεγέως <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.450 (Phrygia). (Apparently a compd. of [[ἄλγος]] (ἀλέγω) like [[δυσηλεγής]].)</span>
|Definition=ές, perh. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bringing long woe]], epith. of death, μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο <span class="bibl">Od.2.100</span>, etc.; <b class="b3">δύο κῆρε τ. θ</b>. <span class="bibl">Il.8.70</span>; <b class="b3">κὴρ . . τ. θ</b>. <span class="bibl">Od.11.171</span>, <span class="bibl">Tyrt.12.35</span>. Adv. τανηλεγέως <span class="title">Supp.Epigr.</span>1.450 (Phrygia). (Apparently a compd. of [[ἄλγος]] (ἀλέγω) like [[δυσηλεγής]].)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:35, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνηλεγής Medium diacritics: τανηλεγής Low diacritics: τανηλεγής Capitals: ΤΑΝΗΛΕΓΗΣ
Transliteration A: tanēlegḗs Transliteration B: tanēlegēs Transliteration C: tanilegis Beta Code: tanhlegh/s

English (LSJ)

ές, perh.    A bringing long woe, epith. of death, μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο Od.2.100, etc.; δύο κῆρε τ. θ. Il.8.70; κὴρ . . τ. θ. Od.11.171, Tyrt.12.35. Adv. τανηλεγέως Supp.Epigr.1.450 (Phrygia). (Apparently a compd. of ἄλγος (ἀλέγω) like δυσηλεγής.)

German (Pape)

[Seite 1067] ές, lang hinlegend, lang ausstreckend; bei Hom. oft als Beiwort des Todes; Μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο, Od. 2, 100 u. öfter; Κὴρ ταν. θαν., 11, 171, wie Il. 8, 70. 22, 210; offenbar von der sinnlichen Erscheinung, daß die Glieder des Sterbenden ausgereckt werden; also nicht = in langen Schlaf bringend.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνηλεγής: -ές, (λέγω) ὁ εἰς μῆκος ἐκτείνων τινά, ἐπίθετον τοῦ θανάτου, κατ’ ἄλλους ὁ λίαν ἀλγεινός, μοῖρα τανηλεγέος θανάτοιο Ὀδ. Β. 100. κλπ.· δύο κῆρε ταν. θαν. Ἰλ. Θ. 70, Χ. 210· κήρ... ταν. θ. Ὀδ. Λ. 170, Τυρταῖ. 9. 35.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui couche ou abat tout du long.
Étymologie: ταναός, λέγω¹.

English (Autenrieth)

gen. έος: doubtful word, epith. of θάνατος, anciently interpreted prostrating, laying stretched out at length (of a corpse); acc. to some moderns, from ἄλγος, long-lamented.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
μσν.
φρ. «τανηλεγὴς ὕπνος» — ο θάνατος (Νικ. Χων.)
αρχ.
(για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί πολλά μοιρολόγια ή, κατ' άλλους, ο πολύ οδυνηρός.
επίρρ...
τανηλεγέως Α
με πολλά μοιρολόγια ή με πολύ ψυχικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μαρτυρείται μόνο στη φρ. τανηλεγέος θανάτοιο και είναι συνθ. σε -ηλεγής (< ἀλέγω «φροντίζω ενδιαφέρομαι», ενώ για τη σημ.του συνθ. πρβλ. άλγος «πόνος, οδύνη»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δυσ-ηλεγης, ἀν-ηλεγής). Κατά μία άποψη, το επίθ. τανηλεγής έχει σχηματιστεί από το επίθ. ἀνηλεγής «σκληρός, άσπλαχνος» (χαρακτηρισμός του θανάτου) με ευφωνικό τ- προκειμένου να αντιμετωπιστεί η χασμωδία στο ομηρικό μέτρο. Κατ' άλλη ωστόσο άποψη, το α' συνθετικό της λ. πρέπει να αναζητηθεί στο θ. τανF- του αμάρτυρου επιθ. τανύς (πρβλ. τανύ-σφνρος, βλ. και λ. τάνυμαι, τείνω), οπότε και η σημ. του επιθ. είναι: «αυτός που προκαλεί πολλά μακρόσυρτα μοιρολόγια, μεγάλο πόνο». Η βραχύτητα, τέλος, του -α- του τăνηλεγής (< τανF-ηλεγής), σύμφωνα με την ίδια άποψη, οφείλεται στη διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

τᾰνηλεγής: -ές (ταναός, λέγω), αυτός που ξαπλώνει κάποιον, επίθ. του θανάτου, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνηλεγής: укладывающий во весь рост, т. е. убивающий наповал (θάνατος, Κήρ Hom.).

Middle Liddell

τᾰνη-λεγής, ές ταναός, λέγω
laying one out at length, epith. of death, Hom.

Frisk Etymology German

τανηλεγής: {tanēlegḗs}
Forms: daneben -έως (Versinschr., Phrygien).
Meaning: nur in τανηλεγέος θανάτοιο am Versende (Hom., Tyrt.),
Etymology : Ähnlich δυσηλεγής, ebenfalls von θάνατος (χ 325), auch von πόλεμος u.a. (ep.), ἀπηλεγέως (ep. seit Il.), ἀνηλεγής (πόλεμος), -έως (Q. S.), νηλεγής, -έως H., alle zu ἀλέγω sich kümmern (mit Anschluß an die ες-Stamme; Schwyzer 513) und mit negativem Vorderglied unbekümmert, rücksichtslos (unrichtig über δυσηλεγής s. ἀλέγω). Im Hinblick darauf wollen Blass und Bechtel (s. Lex. s. v.) ἀνηλεγής lesen, was semantisch nur allzu gut passen würde; das τ- wäre als Hiatustilger eingedrungen. Die unsichere Möglichkeit, τανηλεγής durch Umgliederung eines elidierten τε zu erklären, erörtert Leumann Hom. Wörter 45. — Über ältere, abzulehnende Deutungen s. Bq s. v.
Page 2,851