συναυλία: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synavlia | |Transliteration C=synavlia | ||
|Beta Code=sunauli/a | |Beta Code=sunauli/a | ||
|Definition=(A), ἡ, (αὐλός) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[concert of lyre and flute]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>60</span>, <span class="bibl">Ath.14.617f</span> (prob. from <span class="bibl">Ephipp.7</span>); [[symphony of flutes]], <span class="bibl">Poll.4.83</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>9</span>, Hsch.: generally, [[instrumental music]], [[concert]], opp. [[μονῳδία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>765b</span>; σ. ᾄδειν <span class="bibl">Antiph.47.1</span>; <b class="b3">ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον</b> to sob or whimper one of Olympus' pieces [[in concert]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">δύσορνις ἅδε ξ. δορός</b> this ill-omened [[concert]] of battle, of the single combat of the brothers, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>839</span> (lyr.); σ. θρήνου <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.11</span>; πένθους <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>61.20</span>.</span><br /><span class="bld">συναυλ-ία</span> (B), ἡ, ([[αὐλή]], cf. | |Definition=(A), ἡ, (αὐλός) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[concert of lyre and flute]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>60</span>, <span class="bibl">Ath.14.617f</span> (prob. from <span class="bibl">Ephipp.7</span>); [[symphony of flutes]], <span class="bibl">Poll.4.83</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>9</span>, Hsch.: generally, [[instrumental music]], [[concert]], opp. [[μονῳδία]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>765b</span>; σ. ᾄδειν <span class="bibl">Antiph.47.1</span>; <b class="b3">ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον</b> to sob or whimper one of Olympus' pieces [[in concert]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">δύσορνις ἅδε ξ. δορός</b> this ill-omened [[concert]] of battle, of the single combat of the brothers, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>839</span> (lyr.); σ. θρήνου <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.11</span>; πένθους <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>61.20</span>.</span><br /><span class="bld">συναυλ-ία</span> (B), ἡ, ([[αὐλή]], cf. [[συναυλίζομαι]], [[μοναυλία]] (B), [[ὁμαυλία]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dwelling together]] as man and wife, σ. ποιεῖσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1335a38</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 1 January 2021
English (LSJ)
(A), ἡ, (αὐλός) A concert of lyre and flute, S.Fr.60, Ath.14.617f (prob. from Ephipp.7); symphony of flutes, Poll.4.83, Sch.Ar.Eq.9, Hsch.: generally, instrumental music, concert, opp. μονῳδία, Pl.Lg.765b; σ. ᾄδειν Antiph.47.1; ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον to sob or whimper one of Olympus' pieces in concert, Ar.Eq.9. 2 metaph., δύσορνις ἅδε ξ. δορός this ill-omened concert of battle, of the single combat of the brothers, A.Th.839 (lyr.); σ. θρήνου Philostr.Im.1.11; πένθους Lib.Or.61.20.
συναυλ-ία (B), ἡ, (αὐλή, cf. συναυλίζομαι, μοναυλία (B), ὁμαυλία) A dwelling together as man and wife, σ. ποιεῖσθαι Arist.Pol. 1335a38.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, das Zusammenflöten, nach Hesych., der Soph. frg. 79 anführt, ἡ ὑπὸ δυοῖν ἐπιτελουμένη αὔλησις; so Ar. Equ. 9: ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν, Οὐλύμπου νόμον, wo der Schol. zu vgl., der auch erkl. ξυναυλία λέγεται ὅταν κιθάρα καὶ αὐλὸς συμφωνῇ, wie μονῳδιῶν τε καὶ συναυλιῶν ἀρχέτω Plat. Legg. VI, 765 b; bei Ath. XIV, 617 f ἡ αὐλῶν πρὸς λύραν κοινωνία; übertr., Einklang, Übereinstimtnung, Gemeinschaft, θρήνου, πένθους u. dgl., s. Jacobs Philostr. imagg. p. 275; – Ehestand, Arist. polit. 7, 16 (eigtl. das Zusammenwohnen, s. σύναυλος 2). – Auch συναυλία δορός, Speergemeinschaft, Zweikampf, Aesch. Spt. 821.
Greek (Liddell-Scott)
συναυλία: ἡ, (αὐλὸς) τὸ ὁμοῦ τονίζειν τὸν αὐλόν, συμφωνία αὐλῶν πολλῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 79· συμφωνία αὐλοῦ καὶ λύρας, Ἀθήν. 617F· καθόλου, μουσικὴ ἐνόργανος, ἀντίθετον τῷ μονῳδία, Πλάτ. Νόμ. 765Β· συν. ᾄδειν Ἀντιφῶν ἐν «Αὐλητῇ» 1· ξυναυλίαν κλάω Οὐλύμπου νόμον, κλαίω ἢ θρηνῶ λέγων ἢ ὑποτονθορύζων ἐν συναυλίᾳ μίαν τῶν μουσικῶν συνθέσεων τοῦ Ὀλύμπου Ἀριστοφ. Ἱππ. 9. 2) μεταφορ., δύσορνις ἅδε ξ. δορός, ἡ δυσοίωνος αὕτη συναυλία μάχης, ἐπὶ τῆς μονομαχίας τῶν δύο ἀδελφῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 839· σ. θρήνου, πένθους, κτλ. Φιλοστρ. Εἰκόν. 781, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 275. ΙΙ. (πιθαν. ἐκ τοῦ αὐλή, πρβλ. συναυλίζομαι, μοναυλία) τὸ συνοικεῖν ἐν συζυγίᾳ ὡς συνοικεῖ ἀνὴρ γυναικί, συν. ποιεῖσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 16. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 concert de deux ou plusieurs flûtes;
2 p. anal. ξυναυλία δορός ESCHL duel de lances en parl. d’Étéocle et de Polynice.
Étymologie: σύναυλος¹.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναυλία Α σύναυλος (Ι)]
η συμφωνία πολλών και διαφόρων μουσικών οργάνων
νεοελλ.
1. εκτέλεση μουσικού έργου μπροστά σε κοινό, κοντσέρτο
2. μτφ. πολιτική συμφωνία κομμάτων ή κρατών
αρχ.
1. μουσική εκτέλεση από αυλητές
2. συμφωνία αυλών
3. συμφωνία αυλού και λύρας ή άλλου οργάνου
4. το να τραγουδάει κανείς με συνοδεία αυλού
5. συμφωνία αυλού και ρυθμού
6. μτφ. θρήνος από πολλά άτομα μαζί, κοινό πένθος («ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός», Αισχύλ.)
7. (η αιτ. ως επίρρ.) συναυλίαν
από κοινού
8. φρ. «συναυλίαν ᾄδειν» — το να εκτελεί κανείς τον ρυθμό ενός άσματος με τη συνοδεία αυλού Αθήν..
(II)
ἡ, ΜΑ σύναυλος (II)]
1. στενή σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων
2. (κυρίως) η συζυγική συμβίωση.
Greek Monotonic
συναυλία: ἡ,
I. 1. συμφωνία, συνήχηση μελωδιών από πολλούς αυλούς, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός, αυτή η δυσοίωνη συνήχηση της μάχης, λέγεται για μονομαχία μεταξύ δύο αδελφών, σε Αισχύλ.
II. (από αὐλή) συγκατοίκηση, συνοίκηση, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναυλία, -ας, ἡ, Att. ook ξυναυλία [σύναυλος] samenspel van fluit en lier; overdr..; δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός noodlottig is dit krijgsduet Aeschl. Sept. 839; alg. instrumentale muziek, concert.
συναυλία -ας, ἡ [2. σύναυλος] het samenwonen (van man en vrouw).
Russian (Dvoretsky)
συναυλία: II ἡ σύναυλος II] совместная жизнь, сожительство Arst.
ἡ σύναυλος I]
1) совместное звучание инструментов, концерт Soph., Arph.;
2) игра в сопровождении свирели Plat.;
3) поединок, единоборство: ξ. δορός Aesch. единоборство на копьях.
Middle Liddell
συναυλία, ἡ,
I. a concert of flutes, Ar.
2. metaph., δύσορνις ἅδε ξ. δορός this ill-omened concert of battle. of the single combat of the brothers, Aesch.
II. (from αὐλή) a dwelling together, Arist.