στιβαρός: Difference between revisions
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stivaros | |Transliteration C=stivaros | ||
|Beta Code=stibaro/s | |Beta Code=stibaro/s | ||
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strong]], [[stout]], [[sturdy]], freq. in Hom. and Hes., of men's limbs, | |Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strong]], [[stout]], [[sturdy]], freq. in Hom. and Hes., of men's limbs, [[ὦμος]], [[αὐχήν]], [[βραχίονες]], <span class="bibl">Il.5.400</span>, <span class="bibl">18.415</span>, <span class="bibl">Od.18.69</span>; χείρ <span class="bibl">8.189</span>; μέλεα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>76</span>; πλευραί <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>111</span>; of weapons, [[ἔγχος]], [[σάκος]], <span class="bibl">Il.5.746</span>, <span class="bibl">3.335</span>, etc.; <b class="b3">δίσκος -ώτερος</b> [[more massy]], <span class="bibl">Od. 8.187</span>; later, of persons, σ. τις καὶ καρτερά <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>639</span>; σ. τὸ σῶμα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>6.2.8</span>; σ. τῇ γλώσσῃ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ez.</span>3.6</span>; <b class="b3">μοῖρα σ</b>. Epigr. ap. <span class="bibl">Paus.10.12.6</span>; [[εὐεπίη]] (of Aeschylus) <span class="title">AP</span>7.39 (Antip.Thess.); ἀπειλά <span class="title">Hymm.Is.</span> 170; λέξις <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>24</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Comp.</span>22</span>; <b class="b3">-ώτερος λόγος</b> a [[bulkier]] book, <span class="bibl">Sor.1.2</span>; <b class="b3">γυμνάσια -ώτερα, -ώτατα</b>, [[more]] ([[most]]) [[violent]], Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.21.4</span>, <span class="bibl">6.35.2</span>. Adv., <b class="b3">πύλαι . . πύκα -ρῶς ἀραρυῖαι</b> gates [[close]] shut, <span class="bibl">Il.12.454</span>; <b class="b3">βαρύνων τὸν κλοιὸν σ</b>. <span class="bibl">LXX <span class="title">Hb.</span>2.6</span>; <b class="b3">φρόντιζε σ</b>. <span class="bibl">M.Ant.2.5</span>. (Prob. cogn. with [[στείβω]].)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:00, 1 January 2021
English (LSJ)
ά, όν, A strong, stout, sturdy, freq. in Hom. and Hes., of men's limbs, ὦμος, αὐχήν, βραχίονες, Il.5.400, 18.415, Od.18.69; χείρ 8.189; μέλεα Hes.Sc.76; πλευραί Pi.Fr.111; of weapons, ἔγχος, σάκος, Il.5.746, 3.335, etc.; δίσκος -ώτερος more massy, Od. 8.187; later, of persons, σ. τις καὶ καρτερά Ar.Th.639; σ. τὸ σῶμα J.BJ6.2.8; σ. τῇ γλώσσῃ LXX Ez.3.6; μοῖρα σ. Epigr. ap. Paus.10.12.6; εὐεπίη (of Aeschylus) AP7.39 (Antip.Thess.); ἀπειλά Hymm.Is. 170; λέξις D.H.Th.24, cf. Comp.22; -ώτερος λόγος a bulkier book, Sor.1.2; γυμνάσια -ώτερα, -ώτατα, more (most) violent, Antyll. ap. Orib.6.21.4, 6.35.2. Adv., πύλαι . . πύκα -ρῶς ἀραρυῖαι gates close shut, Il.12.454; βαρύνων τὸν κλοιὸν σ. LXX Hb.2.6; φρόντιζε σ. M.Ant.2.5. (Prob. cogn. with στείβω.)
German (Pape)
[Seite 942] eigtl. dicht zusammengedrängt, gedrungen, derb u. kräftig; oft Hom. u. Hes.; von gedrungenen, starkmuskeligen, kräftigen Gliedern: ὦμος, Il. 5, 400; αὐχήν, 18, 415, βραχίονες, Od. 18, 69; χείρ, Il. 13, 505; öfters χερσὶ στιβαρῇσιν, wie z. B. 12, 397; von festen harten Waffen: ἔγχος, 5, 746 u. öfter; σάκος, 3, 335 u. sonst; δίσκον στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ, Od. 8, 187; u. adv., πύλας πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, fest, dicht zusammengefügt; – πέλεκυς, Philp. 15 (VI, 103); von Menschen, στιβαρά τις φαίνε ται καὶ καρτερά, Ar. Thesm. 639; auch in sp. Prosa, λέξις, gedrungener Stil, D. Hal. iud. de Thuc. 24, 1; στιβαρῶς φροντίζειν, M. Ant. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβᾰρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.) ἰσχυρός, δυνατός, ῥωμαλέος, ἀκμαῖος, συχν. παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἐπί τε τῶν μελῶν τοῦ ἀνδρικοῦ σώματος, ὦμος, αὐχήν, βραχίονες Ἰλ. Ε. 400, Σ. 415, Ὀδ. Σ. 68· μέλεα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 76· οὕτω, στ. πλευραὶ Πινδ. Ἀποσπ. 77· καὶ ἐπὶ ὅπλων, ἔγχος, σάκος Ἰλ. Ε. 746, Γ. 335, κτλ.· δίσκος στιβαρώτερος, βαρύτερος, ὀγκωδέστερος, Ὀδ. Θ. 187· ― μετέπειτα ἐπὶ προσώπων, στ. τις καὶ καρτερὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 639· στ. τὸ σώμα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8· στ. τῇ γλώσσῃ Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Γ΄, 6)· μοῖρα στ. Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 101· εὐεπίῃ (ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου) Ἀνθ. Π. 7. 39· λέξις Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. ― Ἐπίρρ., πύκα στιβαρῶς ἀραρυῖαι .. πύλαι, καλῶς, στενῶς κεκλεισμέναι, Ἰλ. Μ. 454· στ. φρόντιζε Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 5. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΤΙΒ, στείβω, ὥστε ἡ πρώτη σημασ. ἦτο: συμπαγής, στερεός· συγγενὲς τῇ √ΣΤΙΦ, στιφρός, πιθανῶς δὲ καὶ τῇ √ΣΤΥΦ, στυφελός).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
foulé, serré, compact ; grand et gros, fort, robuste;
Cp. στιβαρώτερος.
Étymologie: R. Στιβ, fouler ; v. στείβω.
English (Autenrieth)
(στείβω), comp. στιβαρώτερος: close-pressed, trodden firm, firm, compact, strong, of limbs, weapons.— Adv., στιβαρῶς, Il. 12.454.
English (Slater)
στῐβᾰρός
1 stout πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς fr. 111. 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό/ στιβαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τον άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τον σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. συμπαγής, συμπυκνωμένος
2. (για όπλα) στερεός, βαρύς και ογκώδης («ἔγχος... στιβαρόν», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. α) «στιβαρὰ λέξις» — συμπυκνωμένο λεκτικό, πολύ στρυφνό ύφος (Δίον. Αλ.)
β) «στιβαρώτερος λόγος» — ογκωδέστερο βιβλίο (Σωρ.)
γ) «γυμνάσια στιβαρώτατα» — βιαιότατα γυμνάσια (Άντυλλ.).
επίρρ...
στιβαρώς / στιβαρῶς ΝΜΑ και στιβαρά Ν
με στιβαρό τρόπο
μσν.-αρχ.
με φιλοπονία, με εργατικότητα («στιβαρῶς καὶ πράως», Βασ.)
αρχ.
1. ισχυρώς, δυνατά, στερεά («πύλας... πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.)
2. βαρέως («βαρύνων τὸν κλοιὸν αὐτοῡ στιβαρῶς», ΠΔ)
3. μτφ. με τρόπο σοβαρό και συνετό («πάσης ὥρας φρόντιζε στιβαρῶς, ὡς Ῥωμαῑος καὶ ἄρρην», Μάρκ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- του στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω», πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχαϊκού ουδ. στίβ-αρ (πρβλ. βριαρός, σθεναρός). Η σημ. του επιθ. στιβαρός «συμπιεσμένος, συμπυκνωμένος, συμπαγής», από όπου «δυνατός, ρωμαλέος, μυώδης» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. στείβω «συσσωρεύω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (βλ. λ. στείβω)].
Greek Monotonic
στῐβᾰρός: -ά, -όν (στείβω), ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος, εύρωστος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στιβαρός -ά -όν [~ στείβω] stevig, fors, sterk, van lichaamsdelen:; ὦμος schouder Il. 5.400; van wapens:; σάκος μέγα τε στιβαρόν τε een groot en stevig schild Il. 3.335; van personen:; στιβαρά τις... καὶ καρτερά een forse en stevige vrouw Aristoph. Th. 639; adv.. στιβαρῶς ἀραρυίας (de poorten) die stevig dicht zaten Il. 12.454. overdr. van redeneringen hard, solide. AP 9.170.1.
Russian (Dvoretsky)
στῐβᾰρός:
1) плотный, крепкий (αὐχήν, βραχίονες, ἔγχος Hom.);
2) сильный, мощный (εὐεπία Anth.);
3) непреклонный, суровый (μοῖρα Anth.).
Frisk Etymological English
στίβη, στίβος etc.
See also: s. στείβω.
Middle Liddell
στῐβᾰρός, ή, όν στείβω
compact, strong, stout, sturdy, Hom., Hes.
Frisk Etymology German
στιβαρός: στίβη, στίβος usw.
{stibarós}
See also: s. στείβω.
Page 2,797