ἐξανθίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἐξανθίζω
|Medium diacritics=ἐξανθίζω
|Low diacritics=εξανθίζω
|Capitals=ΕΞΑΝΘΙΖΩ
|Transliteration A=exanthízō
|Transliteration B=exanthizō
|Transliteration C=eksanthizo
|Beta Code=e)canqi/zw
|Definition=[[deck as with flowers]], [[paint in various colours]], [[γυναῖκες]]… αἳ καθήμεθ' [[ἐξηνεθισμέναι]] Ar. ''Lys.'' 43; [[ἄνωθεν]] [[ἐξηνθισμένον]], of a fish, Philem. 79.6; [[παντοίᾳ]] [[κομμωτικῇ]]… [[ἐξηνθισμένη]] Hld. 7.19; [[ἐλέφας]] [[φοίνικι]] [[ἐξηνθισμένος]] Max.Tyr. 40.2.<br><b class="num"></b>''Med.'', [[gather flowers]], Plu. 2.661f.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0869.png Seite 869]] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.

Revision as of 10:58, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανθίζω Medium diacritics: ἐξανθίζω Low diacritics: εξανθίζω Capitals: ΕΞΑΝΘΙΖΩ
Transliteration A: exanthízō Transliteration B: exanthizō Transliteration C: eksanthizo Beta Code: e)canqi/zw

English (LSJ)

deck as with flowers, paint in various colours, γυναῖκες… αἳ καθήμεθ' ἐξηνεθισμέναι Ar. Lys. 43; ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, of a fish, Philem. 79.6; παντοίᾳ κομμωτικῇἐξηνθισμένη Hld. 7.19; ἐλέφας φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr. 40.2.
Med., gather flowers, Plu. 2.661f.

German (Pape)

[Seite 869] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανθίζω: κοσμῶ, στολίζω, ὡς δι’ ἀνθέων, χρωματίζω διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, (ἔνθα κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., εἶναι ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, οἷον παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., συλλέγω ἄνθη, ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F.

French (Bailly abrégé)

fleurir;
Moy. ἐξανθίζομαι cueillir des fleurs.
Étymologie: ἐξ, ἀνθίζω.

Spanish (DGE)

I en v. med.-pas.
1 revestirse como con flores, engalanarse, adornarse sólo part. γυναῖκες ... αἳ καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar.Lys.43, κομᾶν τε γὰρ τοὺς ἄρρενας ... ἐκέλευσεν ἐξανθιζομένους D.H.7.9, χλανιδίοις ἐξηνθισμένη Max.Tyr.14.1, παντοίᾳ κομμωτικῇ ... ἐξηνθισμένη Hld.7.19.1, de un pescado ἄνωθεν ἐξηνθισμένον Philem.82.6, ἐλέφας ὑπὸ γυναικὸς ... φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr.40.2, fig., de un texto escrito ὡραῖον ἄγαν τὸ χωρίον καὶ τῇ φράσει ἐξηνθισμένον Sch.Clem.Al.Paed.209.17-25.
2 recolectar, recoger flores ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Plu.2.661f, cf. en v. act. Sud.s.u. ἐξήνθησεν.
3 fig., lit. extractar un texto, compilar una antología συναγωγὰς φιλομαθεῖς ποικίλως ἐξανθισάμενοι Clem.Al.Strom.6.1.2, ταῦτα ... ἀπὸ τῶν παρὰ Ἑβραίοις προφητικῶν γραφῶν ἐξανθίσασθαι Eus.DE 5 proem., (Μαρκίωνος) βίβλους ... ἐξανθισάμενος Epiph.Const.Haer.42.10.2.
II tard. sólo en v. act. teñir Sud.

Greek Monolingual

και εξανθώ, -έω (AM ἐξανθίζω)
1. κάνω κάτι ν' ανθίσει
2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια
3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία
αρχ.
1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ, διαποικίλλω
2. (για φαγητό) γαρνίρω, διακοσμώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανθίζω:
1) украшать цветами, расцвечивать (γυναῖκες ἐξανθισμέναι, v. l. ἐξηνθισμέναι Arph.);
2) med. собирать цветы (τοῦ λειμῶνος Plut.).