ομιλώ: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὁμιλῶ, -έω)<br /><b>1.</b> εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]] μια [[γλώσσα]] και τή [[χρησιμοποιώ]] με [[ευχέρεια]] («ὁμιλεῑν [[ἑβραϊστί]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό»)<br /><b>4.</b> [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]] («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφωνώ]] λόγο («[[αύριο]] θα μιλήσει σε [[συγκέντρωση]] ο [[αρχηγός]] του [[κόμματος]]»<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η [[ομιλουμένη]]<br />η λαλούμενη [[γλώσσα]], η [[καθομιλουμένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστρέφομαι]] κάποιον («κακοῑς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ [[κακός]]», γνωμ.)<br /><b>2.</b> συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι<br /><b>3.</b> [[συνάπτω]] [[μάχη]], συμπλέκομαι, [[συγκρούομαι]]<br /><b>4.</b> σχετίζομαι κοινωνικά ή [[πολιτικά]], [[συνάπτω]] σχέσεις («ταῡτα... κακοῑς ὁμιλῶν διδάσκεται... Ξέρξης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]] τα μαθήματα δασκάλου, [[είμαι]] [[μαθητής]]<br /><b>6.</b> έχω ασχοληθεί με [[κάτι]] και το [[γνωρίζω]] («τῶν κἂν ἐπ' ἐλάχιστον τῇ Ὁμήρου ποιήσει ὁμιληκότων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> επιτηδεύομαι, [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] («[[φιλοσοφία]] ὁμιλεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>9.</b> [[υφίσταμαι]], [[αντιμετωπίζω]] (α. «ποίαις ὁμιλήσει τύχαις», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πλαγίαις φρένεσσιν [[ὄλβος]] οὐ [[πάντα]] χρόνον ὁμιλεῑ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> προσαρμόζομαι («ὁμιλεῑ ὁ [[βραχίων]] τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης [[πλάγιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>11.</b> (για [[έμπλαστρο]]) [[εφάπτομαι]] τέλεια<br /><b>12.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με τον έναν ή με τον [[άλλο]] τρόπο («τοὺς τοῑς σπουδαίοις τῶν ἀνδρῶν [[καλῶς]] ὁμιλοῡντας», Ισοκρ.)<br /><b>13.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον [[τόπο]] («διαβάντες τὸν Ἅλυν... ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) <i>ὡμιλημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που [[είναι]] σε γλωσσική [[χρήση]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων» — οι πολυσύχναστοι τόποι<br />β) «ἐκτὸς ὁμιλεῑ» — παραφρονεί (<b>Σοφ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όμιλος</i>].
|mltxt=(ΑΜ ὁμιλῶ, -έω)<br /><b>1.</b> εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]] μια [[γλώσσα]] και τή [[χρησιμοποιώ]] με [[ευχέρεια]] («ὁμιλεῑν [[ἑβραϊστί]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό»)<br /><b>4.</b> [[συζητώ]], [[συνδιαλέγομαι]] («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφωνώ]] λόγο («[[αύριο]] θα μιλήσει σε [[συγκέντρωση]] ο [[αρχηγός]] του [[κόμματος]]»<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η [[ομιλουμένη]]<br />η λαλούμενη [[γλώσσα]], η [[καθομιλουμένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστρέφομαι]] κάποιον («κακοῑς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ [[κακός]]», γνωμ.)<br /><b>2.</b> συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι<br /><b>3.</b> [[συνάπτω]] [[μάχη]], συμπλέκομαι, [[συγκρούομαι]]<br /><b>4.</b> σχετίζομαι κοινωνικά ή [[πολιτικά]], [[συνάπτω]] σχέσεις («ταῡτα... κακοῑς ὁμιλῶν διδάσκεται... Ξέρξης», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]] τα μαθήματα δασκάλου, [[είμαι]] [[μαθητής]]<br /><b>6.</b> έχω ασχοληθεί με [[κάτι]] και το [[γνωρίζω]] («τῶν κἂν ἐπ' ἐλάχιστον τῇ Ὁμήρου ποιήσει ὁμιληκότων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>7.</b> επιτηδεύομαι, [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] («[[φιλοσοφία]] ὁμιλεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> συνουσιάζομαι<br /><b>9.</b> [[υφίσταμαι]], [[αντιμετωπίζω]] (α. «ποίαις ὁμιλήσει τύχαις», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πλαγίαις φρένεσσιν [[ὄλβος]] οὐ [[πάντα]] χρόνον ὁμιλεῑ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> προσαρμόζομαι («ὁμιλεῑ ὁ [[βραχίων]] τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης [[πλάγιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>11.</b> (για [[έμπλαστρο]]) [[εφάπτομαι]] τέλεια<br /><b>12.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με τον έναν ή με τον [[άλλο]] τρόπο («τοὺς τοῖς σπουδαίοις τῶν ἀνδρῶν [[καλῶς]] ὁμιλοῡντας», Ισοκρ.)<br /><b>13.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον [[τόπο]] («διαβάντες τὸν Ἅλυν... ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) <i>ὡμιλημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που [[είναι]] σε γλωσσική [[χρήση]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων» — οι πολυσύχναστοι τόποι<br />β) «ἐκτὸς ὁμιλεῑ» — παραφρονεί (<b>Σοφ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όμιλος</i>].
}}
}}

Revision as of 18:05, 25 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁμιλῶ, -έω)
1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο
2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.)
3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό»)
4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους», ΚΔ)
νεοελλ.
1. εκφωνώ λόγο («αύριο θα μιλήσει σε συγκέντρωση ο αρχηγός του κόμματος»
2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η ομιλουμένη
η λαλούμενη γλώσσα, η καθομιλουμένη
αρχ.
1. συναναστρέφομαι κάποιον («κακοῑς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός», γνωμ.)
2. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι
3. συνάπτω μάχη, συμπλέκομαι, συγκρούομαι
4. σχετίζομαι κοινωνικά ή πολιτικά, συνάπτω σχέσεις («ταῡτα... κακοῑς ὁμιλῶν διδάσκεται... Ξέρξης», Αισχύλ.)
5. παρακολουθώ τα μαθήματα δασκάλου, είμαι μαθητής
6. έχω ασχοληθεί με κάτι και το γνωρίζω («τῶν κἂν ἐπ' ἐλάχιστον τῇ Ὁμήρου ποιήσει ὁμιληκότων», Λουκιαν.)
7. επιτηδεύομαι, ασχολούμαι με κάτιφιλοσοφία ὁμιλεῑν», Πλάτ.)
8. συνουσιάζομαι
9. υφίσταμαι, αντιμετωπίζω (α. «ποίαις ὁμιλήσει τύχαις», Πίνδ.
β. «πλαγίαις φρένεσσιν ὄλβος οὐ πάντα χρόνον ὁμιλεῑ», Πίνδ.)
10. προσαρμόζομαι («ὁμιλεῑ ὁ βραχίων τῷ κοίλῳ τῆς ὠμοπλάτης πλάγιος», Ιπποκρ.)
11. (για έμπλαστρο) εφάπτομαι τέλεια
12. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο («τοὺς τοῖς σπουδαίοις τῶν ἀνδρῶν καλῶς ὁμιλοῡντας», Ισοκρ.)
13. επισκέπτομαι κάποιον τόπο («διαβάντες τὸν Ἅλυν... ὡμίλησαν τῇ Φρυγίῃ», Ηρόδ.)
14. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) ὡμιλημένος, -η, -ον
αυτός που είναι σε γλωσσική χρήση
15. φρ. α) «τὰ ὁμιλούμενα τῶν χωρίων» — οι πολυσύχναστοι τόποι
β) «ἐκτὸς ὁμιλεῑ» — παραφρονεί (Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < όμιλος].