τελειώνω: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τελειῶ, -όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [[τέλειος]]<br />[[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[περατώνω]], [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]] [[κάτι]] (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ [[ἔργον]]», ΚΔ<br />γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταναλώνω]] εξ ολοκλήρου, [[εξαντλώ]], [[σώνω]] («το τελειώσαμε το [[ψωμί]] κιόλας»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) καταναλώνομαι εξ ολοκλήρου, εξαντλούμαι, σώνομαι (α. «μας τέλειωσαν τα φρούτα» β. «τελείωσε ο [[χρόνος]] σας»)<br />β) οδηγούμαι εις [[πέρας]], περατώνομαι, [[λήγω]] (α. «τελείωσε ο [[τρύγος]]» β. «τέλειωσε το [[καλοκαίρι]]» γ. «τελείωσε η [[υπόθεση]]»)<br />γ) [[αποκάμνω]] («τέλειωσα, δεν [[βαστώ]] [[άλλο]] απ' την [[κούραση]]»)<br />δ) [[πεθαίνω]] («τέλειωσε ο [[κακόμοιρος]] στη [[φυλακή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τον τέλειωσα στη δουλειά» — τον κούρασα [[πάρα]] πολύ<br />β) «τον τέλειωσα στο [[ξύλο]]» — τον έδειρα ανηλεώς<br />γ) «τέλειωσαν τα ψέματα» — [[είναι]] βεβαιωμένο [[γεγονός]], δεν υπάρχει [[καμιά]] [[αμφιβολία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθιστώ]] κάποιον τέλειο χριστιανό με το [[βάπτισμα]] («ἀπάγουσι καὶ λουτρῷ τῷ θείῳ τελειοῡσι», Κ. Μανασσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>τελειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) συμπληρώνομαι, ολοκληρώνομαι («[[ἐπειδὴ]] ὁ [[χρόνος]] ἐτελεώθη», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για ευχές ή προφητείες) εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι («ἵνα τελειωθῇ ἡ [[γραφή]]...», ΚΔ)<br />γ) με τον μαρτυρικό θάνατο [[φθάνω]] στην [[τελειότητα]] («τελειουμένῳ τῷ μάρτυρι», Ευσ.)<br />δ) [[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[χριστιανός]] («πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων», ΚΔ)<br />ε) [[πεθαίνω]] (α. «τετελειωμένοι» — οι νεκροί, Ακολ. Νεκρ.<br />β. «ἐτελειώθη» — πέθανε, <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[δημόσια]] [[δικαιοπραξία]] («[[συγγραφοφύλαξ]] τετελείωκα», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] στην [[τελειότητα]], στην [[ολοκλήρωση]] («τὸν εὔαγρον τελειῶσαι [[λόχον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[τελειοποιώ]] («τελειώσει αὐτῆς το [[εἶδος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το μέσ.) α) [[φθάνω]] στην [[ακμή]] μου, [[ωριμάζω]], [[μεστώνω]] (α. «ὁ [[ἐρέβινθος]] ἀπὸ τῆς σπορᾱς ἐν [[τεσσαράκοντα]] | |mltxt=τελειῶ, -όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [[τέλειος]]<br />[[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[περατώνω]], [[συμπληρώνω]], [[ολοκληρώνω]] [[κάτι]] (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ [[ἔργον]]», ΚΔ<br />γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταναλώνω]] εξ ολοκλήρου, [[εξαντλώ]], [[σώνω]] («το τελειώσαμε το [[ψωμί]] κιόλας»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) καταναλώνομαι εξ ολοκλήρου, εξαντλούμαι, σώνομαι (α. «μας τέλειωσαν τα φρούτα» β. «τελείωσε ο [[χρόνος]] σας»)<br />β) οδηγούμαι εις [[πέρας]], περατώνομαι, [[λήγω]] (α. «τελείωσε ο [[τρύγος]]» β. «τέλειωσε το [[καλοκαίρι]]» γ. «τελείωσε η [[υπόθεση]]»)<br />γ) [[αποκάμνω]] («τέλειωσα, δεν [[βαστώ]] [[άλλο]] απ' την [[κούραση]]»)<br />δ) [[πεθαίνω]] («τέλειωσε ο [[κακόμοιρος]] στη [[φυλακή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τον τέλειωσα στη δουλειά» — τον κούρασα [[πάρα]] πολύ<br />β) «τον τέλειωσα στο [[ξύλο]]» — τον έδειρα ανηλεώς<br />γ) «τέλειωσαν τα ψέματα» — [[είναι]] βεβαιωμένο [[γεγονός]], δεν υπάρχει [[καμιά]] [[αμφιβολία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθιστώ]] κάποιον τέλειο χριστιανό με το [[βάπτισμα]] («ἀπάγουσι καὶ λουτρῷ τῷ θείῳ τελειοῡσι», Κ. Μανασσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το μέσ.) <i>τελειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) συμπληρώνομαι, ολοκληρώνομαι («[[ἐπειδὴ]] ὁ [[χρόνος]] ἐτελεώθη», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για ευχές ή προφητείες) εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι («ἵνα τελειωθῇ ἡ [[γραφή]]...», ΚΔ)<br />γ) με τον μαρτυρικό θάνατο [[φθάνω]] στην [[τελειότητα]] («τελειουμένῳ τῷ μάρτυρι», Ευσ.)<br />δ) [[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[χριστιανός]] («πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων», ΚΔ)<br />ε) [[πεθαίνω]] (α. «τετελειωμένοι» — οι νεκροί, Ακολ. Νεκρ.<br />β. «ἐτελειώθη» — πέθανε, <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[δημόσια]] [[δικαιοπραξία]] («[[συγγραφοφύλαξ]] τετελείωκα», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] στην [[τελειότητα]], στην [[ολοκλήρωση]] («τὸν εὔαγρον τελειῶσαι [[λόχον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[τελειοποιώ]] («τελειώσει αὐτῆς το [[εἶδος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το μέσ.) α) [[φθάνω]] στην [[ακμή]] μου, [[ωριμάζω]], [[μεστώνω]] (α. «ὁ [[ἐρέβινθος]] ἀπὸ τῆς σπορᾱς ἐν [[τεσσαράκοντα]] τελειοῦται», Θεόφρ.<br />β. «τελειωθεῑσι παιδίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για συλλογισμό) [[γίνομαι]] [[τέλειος]], ολοκληρώνομαι<br />γ) παντρεύομαι. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 26 March 2021
Greek Monolingual
τελειῶ, -όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α τέλειος
φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ
γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (μτβ.) καταναλώνω εξ ολοκλήρου, εξαντλώ, σώνω («το τελειώσαμε το ψωμί κιόλας»)
2. (αμτβ.) α) καταναλώνομαι εξ ολοκλήρου, εξαντλούμαι, σώνομαι (α. «μας τέλειωσαν τα φρούτα» β. «τελείωσε ο χρόνος σας»)
β) οδηγούμαι εις πέρας, περατώνομαι, λήγω (α. «τελείωσε ο τρύγος» β. «τέλειωσε το καλοκαίρι» γ. «τελείωσε η υπόθεση»)
γ) αποκάμνω («τέλειωσα, δεν βαστώ άλλο απ' την κούραση»)
δ) πεθαίνω («τέλειωσε ο κακόμοιρος στη φυλακή»)
3. φρ. α) «τον τέλειωσα στη δουλειά» — τον κούρασα πάρα πολύ
β) «τον τέλειωσα στο ξύλο» — τον έδειρα ανηλεώς
γ) «τέλειωσαν τα ψέματα» — είναι βεβαιωμένο γεγονός, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία
μσν.
καθιστώ κάποιον τέλειο χριστιανό με το βάπτισμα («ἀπάγουσι καὶ λουτρῷ τῷ θείῳ τελειοῡσι», Κ. Μανασσ.)
μσν.-αρχ.
(το μέσ.) τελειοῦμαι, -όομαι
α) συμπληρώνομαι, ολοκληρώνομαι («ἐπειδὴ ὁ χρόνος ἐτελεώθη», Πλάτ.)
β) (για ευχές ή προφητείες) εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι («ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή...», ΚΔ)
γ) με τον μαρτυρικό θάνατο φθάνω στην τελειότητα («τελειουμένῳ τῷ μάρτυρι», Ευσ.)
δ) γίνομαι τέλειος χριστιανός («πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων», ΚΔ)
ε) πεθαίνω (α. «τετελειωμένοι» — οι νεκροί, Ακολ. Νεκρ.
β. «ἐτελειώθη» — πέθανε, επιγρ.)
αρχ.
1. εκτελώ δημόσια δικαιοπραξία («συγγραφοφύλαξ τετελείωκα», πάπ.)
2. οδηγώ στην τελειότητα, στην ολοκλήρωση («τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον», Σοφ.)
3. (λογ.) τελειοποιώ («τελειώσει αὐτῆς το εἶδος», Αριστοτ.)
4. (το μέσ.) α) φθάνω στην ακμή μου, ωριμάζω, μεστώνω (α. «ὁ ἐρέβινθος ἀπὸ τῆς σπορᾱς ἐν τεσσαράκοντα τελειοῦται», Θεόφρ.
β. «τελειωθεῑσι παιδίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ», Πλάτ.)
β) (για συλλογισμό) γίνομαι τέλειος, ολοκληρώνομαι
γ) παντρεύομαι.