εὐσταλής: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῡς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] ( | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῡς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>9.</b> (για ενδύματα) ο [[κομψός]]<br /><b>10.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσταλές</i><br />η κατάλληλη [[προετοιμασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσταλῶς</i> (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)<br />ευπρεπώς, με [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό<br /><b>3.</b> (για επιδέσμους) [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάλην</i> του [[στέλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σταλής</i>, <i>μονο</i>-<i>σταλής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:08, 27 March 2021
English (LSJ)
ές, (στέλλω)
A well-equipped, στόλος A. Pers.795; of troops, light-armed, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Th.3.22; ἱππεὺς εὐσταλέστατος X.Eq.7.8, etc.; ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος D.H.7.59; τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον, = εὐστάλεια, Hdn.3.8.5.
2 convenient, neat, Hp.Fract. 37 (Comp.), prob. in Id.Mochl.1; convenient to handle, manageable, σωμάτιον Id.Superf.7 (Comp.); πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής = a fair and easy voyage, S.Ph.780.
3 compact, εὐ. τὸν ὄγκον Plu.Mar.34; σώματα Id.2.353a; εὐ. δίαιτα light diet, Philum. ap. Orib.45.29.8.
4 correct in habit and manners, well-behaved, κόσμιος καὶ εὐ. ἀνήρ Pl.Men. 90a, cf. Diod.Com.2.17; orderly, ἱερουργίαι Plu.Sol.12; in dress, neat, trim, Luc.Tim.54.
II Adv. εὐσταλῶς, Ion. εὐσταλέως, of dress, well girt up, Hp.Off.3, Opp.C.1.97; of light-armed troops, κούφως καὶ εὐσταλῶς ἐκτρέχειν Hdn.4.15.1.
2 of bandaging, compactly, Hp.Off.9 (Sup.), Mochl.1 codd.
3 decently, in order, ταφῆναι Phld.Mort.31.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσταλής: -ές, (στέλλω) καλῶς παρεσκευασμένος, στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = εὐστάλεια, Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) ἁπλοῦς, εὔκολος, Ἱππ. Μοχλ. 841∙ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 780. 3) συμπαγής, ὑστέρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ ἦθος καὶ τοὺς τρόπους, εὐπρεπής, χαρίεις, κόσμιος καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, εὐπρεπής, τὸ σχῆμα εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -λέως, ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien équipé;
2 dont l’équipement est bien proportionné ou ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;
3 en gén. de tenue correcte;
4 aisé, facile.
Étymologie: εὖ, στέλλω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῡς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. α-σταλής, μονο-σταλής].
Greek Monotonic
εὐστᾰλής: -ές (στέλλω),·
1. καλά εφοδιασμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατιώτες, ψιλά, ελαφρά οπλισμένοι, Λατ. expeditus, σε Θουκ., Ξεν.
2. απλός, εύκολος, ευχάριστος, σε Σοφ.
3. καλοδεμένος, καλοσυσκευασμένος, συμπαγής, σε Πλούτ.
4. αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, αυτός που έχει καλούς τρόπους, σε Πλάτ.· λέγεται για τα ρούχα, καθαρός και περιποιημένος, συγυρισμένος, φροντισμένος, ευπρεπής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰλής:
1) хорошо снаряженный (στόλος Aesch.);
2) (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);
3) хорошо сидящий в седле (ἱππεύς Xen.);
4) легкий, подвижной (σῶμα Plut. - ср. 2);
5) легкий, нетяжелый (εὐ. τὸν ὄγκον Plut.);
6) легкий, благополучный (πλοῦς Soph.);
7) (тж. εὐ. τὸ σχῆμα Luc.) чинный, благовоспитанный (ἀνήρ Plat.);
8) правильный, нормальный (ὑστέρα Arst.).
Middle Liddell
εὐ-στᾰλής, ές στέλλω
1. well-equipt, Aesch.; of troops, light-armed, Lat. expeditus, Thuc., Xen.
2. well-conducted, favourable, Soph.
3. well-packed, compact, Plut.
4. well-behaved, mannerly, Plat.: —in dress, neat, trim, Luc.