βάση: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[βάσις]])<br /><b>1.</b> το [[σημείο]] ή το [[μέρος]] όπου πατάει ή στηρίζεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]], [[υπόβαθρο]], [[θεμέλιο]] («η [[βάση]] της σκάλας», «[[βάσις]] του κίονος»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[σημείο]] στήριξης ή το πλατύτερο [[μέρος]] ορισμένων [[μερών]] του σώματος («η [[βάση]] της κεφαλής»)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτή που, [[κατά]] [[περίπτωση]], θεωρείται ως η σημαντικότερη [[πλευρά]] ή [[έδρα]] σχήματος ή γεωμετρικού σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> εφόδια πνευματικά ή ηθικά («έχω καλές βάσεις από το [[σχολείο]]»)<br /><b>2.</b> [[θεμελιώδης]] [[αρχή]], [[αφετηρία]] («η [[βάση]] του συλλογισμού του», «νομική [[βάση]]»)<br /><b>3.</b> το κατώτατο όριο βαθμολογίας σε εξετάσεις, [[πάνω]] από το οποίο [[ένας]] [[υποψήφιος]] θεωρείται επιτυχών ή ο [[ελάχιστος]] [[αριθμός]] [[ψήφων]] που [[πρέπει]] να συγκεντρώσει [[υποψήφιος]] σε εκλογές<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βάζω]] [[βάση]] σε [[κάτι]]» — [[προσέχω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] σοβαρό<br />β) «[[δίνω]] [[βάση]]» — [[ακούω]] με [[προσοχή]]<br />γ) «επί τη [[βάση]] του» ή «βάσει του» — στηριζόμενοι στο..., παίρνοντας ως [[αφετηρία]] το...<br /><b>5.</b> <b>χημ.</b> χημική [[ουσία]] που έχει την [[ικανότητα]] να εξουδετερώνει [[οξέα]] όταν έρχονται σε [[επαφή]] μ' αυτήν και να σχηματίζει [[άλατα]]<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> «στρατιωτική [[βάση]]», «ναυτική [[βάση]]», «αεροπορική [[βάση]]» — [[περιοχή]] η οποία περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για την [[τοποθέτηση]] ή [[στάθμευση]] και [[χρησιμοποίηση]] όπλων, πλοίων και υποβρυχίων ή πολεμικών αεροσκαφών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάδισμα]], [[βήμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐκ ἔχων βάσιν» — μη έχοντας τη [[δύναμη]] να βαδίσω<br />β) «ἀρβύλης [[βάσις]]» — το [[ίχνος]] της «αρβύλης» <br />γ) «τροχών βάσεις» — οι τροχοί του άρματος<br /><b>3.</b> [[βηματισμός]] ή [[κίνηση]] στον χορό<br /><b>4.</b> ρυθμική ή [[μετρική]] [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> [[μετρική]] [[μονάδα]], [[πους]]<br /><b>6.</b> [[σειρά]], [[ακολουθία]]<br /><b>7.</b> [[πόδι]] ή [[πέλμα]]<br /><b>8.</b> σταθερή [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]. Συγκεκριμένα το [[βάσις]] (<i>βἁ</i>-<i>σις</i>) προήλθε από θ. <i>βα</i>-, συνεσταλμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>βᾱ</i>- / <i>βη</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>ā</i> ( | |mltxt=η (AM [[βάσις]])<br /><b>1.</b> το [[σημείο]] ή το [[μέρος]] όπου πατάει ή στηρίζεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]], [[υπόβαθρο]], [[θεμέλιο]] («η [[βάση]] της σκάλας», «[[βάσις]] του κίονος»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[σημείο]] στήριξης ή το πλατύτερο [[μέρος]] ορισμένων [[μερών]] του σώματος («η [[βάση]] της κεφαλής»)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτή που, [[κατά]] [[περίπτωση]], θεωρείται ως η σημαντικότερη [[πλευρά]] ή [[έδρα]] σχήματος ή γεωμετρικού σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> εφόδια πνευματικά ή ηθικά («έχω καλές βάσεις από το [[σχολείο]]»)<br /><b>2.</b> [[θεμελιώδης]] [[αρχή]], [[αφετηρία]] («η [[βάση]] του συλλογισμού του», «νομική [[βάση]]»)<br /><b>3.</b> το κατώτατο όριο βαθμολογίας σε εξετάσεις, [[πάνω]] από το οποίο [[ένας]] [[υποψήφιος]] θεωρείται επιτυχών ή ο [[ελάχιστος]] [[αριθμός]] [[ψήφων]] που [[πρέπει]] να συγκεντρώσει [[υποψήφιος]] σε εκλογές<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βάζω]] [[βάση]] σε [[κάτι]]» — [[προσέχω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] σοβαρό<br />β) «[[δίνω]] [[βάση]]» — [[ακούω]] με [[προσοχή]]<br />γ) «επί τη [[βάση]] του» ή «βάσει του» — στηριζόμενοι στο..., παίρνοντας ως [[αφετηρία]] το...<br /><b>5.</b> <b>χημ.</b> χημική [[ουσία]] που έχει την [[ικανότητα]] να εξουδετερώνει [[οξέα]] όταν έρχονται σε [[επαφή]] μ' αυτήν και να σχηματίζει [[άλατα]]<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> «στρατιωτική [[βάση]]», «ναυτική [[βάση]]», «αεροπορική [[βάση]]» — [[περιοχή]] η οποία περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για την [[τοποθέτηση]] ή [[στάθμευση]] και [[χρησιμοποίηση]] όπλων, πλοίων και υποβρυχίων ή πολεμικών αεροσκαφών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάδισμα]], [[βήμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐκ ἔχων βάσιν» — μη έχοντας τη [[δύναμη]] να βαδίσω<br />β) «ἀρβύλης [[βάσις]]» — το [[ίχνος]] της «αρβύλης» <br />γ) «τροχών βάσεις» — οι τροχοί του άρματος<br /><b>3.</b> [[βηματισμός]] ή [[κίνηση]] στον χορό<br /><b>4.</b> ρυθμική ή [[μετρική]] [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> [[μετρική]] [[μονάδα]], [[πους]]<br /><b>6.</b> [[σειρά]], [[ακολουθία]]<br /><b>7.</b> [[πόδι]] ή [[πέλμα]]<br /><b>8.</b> σταθερή [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]. Συγκεκριμένα το [[βάσις]] (<i>βἁ</i>-<i>σις</i>) προήλθε από θ. <i>βα</i>-, συνεσταλμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>βᾱ</i>- / <i>βη</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>ā</i> ([[πρβλ]]. και [[δοτός]]: <i>δι</i>-<i>δω</i>-<i>μι</i>, <i>στἁ</i>-<i>σις</i>: <i>ί</i>-<i>στᾱμι</i> <b>κ.τ.ό.</b>) ή, κατ' άλλους, από αρχ. [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>em</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[βαίνω]]). Το ληκτικό [[μόρφημα]] -<i>σις</i> (χαρακτηριστικό ονομάτων δράσεως) <span style="color: red;"><</span> -<i>ti</i>- (με συριστικοποίηση του -<i>t</i>- προ του -<i>i</i>-). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η λ. [[βάσις]] μαρτυρείται στους Αισχύλο, Πίνδαρο, Αριστοφάνη κ.ά., ενώ παρασύνθετα σε -[[βάσις]] αποτελούν ήδη ομηρικές λέξεις ([[πρβλ]]. [[αμφίβασις]], <i>έκβασις</i>, [[πρόβασις]]). Τέλος οι λέξεις σε -[[βάσις]] παρουσιάζουν [[αντιστοιχία]] [[προς]] τα [[σύνθετα]] με <i>gati</i>- της αρχ. Ινδικής, ενώ [[ανάλογος]] [[σχηματισμός]] απαντά [[επίσης]] στη Λατινική ([[πρβλ]]. <i>conventi</i><i>ō</i>) και στη Γερμανική ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>ga</i>-<i>qumps</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (AM βάσις)
1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος»)
2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής»)
3. (γεωμ.) αυτή που, κατά περίπτωση, θεωρείται ως η σημαντικότερη πλευρά ή έδρα σχήματος ή γεωμετρικού σώματος
νεοελλ.
1. πληθ. εφόδια πνευματικά ή ηθικά («έχω καλές βάσεις από το σχολείο»)
2. θεμελιώδης αρχή, αφετηρία («η βάση του συλλογισμού του», «νομική βάση»)
3. το κατώτατο όριο βαθμολογίας σε εξετάσεις, πάνω από το οποίο ένας υποψήφιος θεωρείται επιτυχών ή ο ελάχιστος αριθμός ψήφων που πρέπει να συγκεντρώσει υποψήφιος σε εκλογές
4. φρ. α) «βάζω βάση σε κάτι» — προσέχω, θεωρώ κάτι σοβαρό
β) «δίνω βάση» — ακούω με προσοχή
γ) «επί τη βάση του» ή «βάσει του» — στηριζόμενοι στο..., παίρνοντας ως αφετηρία το...
5. χημ. χημική ουσία που έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει οξέα όταν έρχονται σε επαφή μ' αυτήν και να σχηματίζει άλατα
6. στρ. «στρατιωτική βάση», «ναυτική βάση», «αεροπορική βάση» — περιοχή η οποία περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για την τοποθέτηση ή στάθμευση και χρησιμοποίηση όπλων, πλοίων και υποβρυχίων ή πολεμικών αεροσκαφών
αρχ.
1. βάδισμα, βήμα
2. φρ. α) «οὐκ ἔχων βάσιν» — μη έχοντας τη δύναμη να βαδίσω
β) «ἀρβύλης βάσις» — το ίχνος της «αρβύλης»
γ) «τροχών βάσεις» — οι τροχοί του άρματος
3. βηματισμός ή κίνηση στον χορό
4. ρυθμική ή μετρική κίνηση
5. μετρική μονάδα, πους
6. σειρά, ακολουθία
7. πόδι ή πέλμα
8. σταθερή θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαίνω. Συγκεκριμένα το βάσις (βἁ-σις) προήλθε από θ. βα-, συνεσταλμένη μορφή της ρίζας βᾱ- / βη- < gwā (πρβλ. και δοτός: δι-δω-μι, στἁ-σις: ί-στᾱμι κ.τ.ό.) ή, κατ' άλλους, από αρχ. ρίζα gwem- (βλ. και λ. βαίνω). Το ληκτικό μόρφημα -σις (χαρακτηριστικό ονομάτων δράσεως) < -ti- (με συριστικοποίηση του -t- προ του -i-). Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ. βάσις μαρτυρείται στους Αισχύλο, Πίνδαρο, Αριστοφάνη κ.ά., ενώ παρασύνθετα σε -βάσις αποτελούν ήδη ομηρικές λέξεις (πρβλ. αμφίβασις, έκβασις, πρόβασις). Τέλος οι λέξεις σε -βάσις παρουσιάζουν αντιστοιχία προς τα σύνθετα με gati- της αρχ. Ινδικής, ενώ ανάλογος σχηματισμός απαντά επίσης στη Λατινική (πρβλ. conventiō) και στη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. ga-qumps)].