κακοποιός: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -ό (AM [[κακοποιός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει το [[κακό]], που εκτελεί κακές πράξεις, [[βλαβερός]] (α. «κακοποιό [[στοιχείο]]» β. «κακοποιὸν [[ὄνειδος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κακοποιός]]<br />[[κακούργος]], [[εγκληματίας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανήθικος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοποιόν</i><br />[[επιβουλία]], [[πονηρία]], [[κακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]] («κακοποιὸς [[χυλός]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πονηρός]], [[επίβουλος]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που προμηνύει [[κάτι]] [[κακό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κακοποιὸν σκεῡος» — [[πονηρός]] και [[κακός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ά, -ό (AM [[κακοποιός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει το [[κακό]], που εκτελεί κακές πράξεις, [[βλαβερός]] (α. «κακοποιό [[στοιχείο]]» β. «κακοποιὸν [[ὄνειδος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κακοποιός]]<br />[[κακούργος]], [[εγκληματίας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανήθικος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοποιόν</i><br />[[επιβουλία]], [[πονηρία]], [[κακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]] («κακοποιὸς [[χυλός]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πονηρός]], [[επίβουλος]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που προμηνύει [[κάτι]] [[κακό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κακοποιὸν σκεῡος» — [[πονηρός]] και [[κακός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. [[μικροποιός]], [[νωθροποιός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:45, 24 August 2021
English (LSJ)
όν, A doing ill, mischievous, ὄνειδος Pi.N. 8.33; σκεῦος, of a man, Plb.15.25.1; κακοποιοί evil-doers, Arist.EN 1125a18; esp. of poisoners and sorcerers, 1 Ep.Pet.4.15; of things, noxious, Χυλός Thphr.CP2.6.4, etc.; φάρμακα PSI1.64.21 (i B.C.); τὸ κ. [τῆς ὕλης] Arist.Ph.192a15: Astrol., maleficent, Ptol.Tetr.19, Artem.4.59, etc.
German (Pape)
[Seite 1302] schlecht machend, verderbend, schädlich; ὄνειδος Pind. N. 8, 33; Arist. Eth. 4, 3; γυνή Pol. 15, 25, 1; a. Sp., wie S. Emp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
malfaisant ; malfaiteur.
Étymologie: κακός, ποιέω.
English (Slater)
κᾰκοποιός
1 maleficent, mischievous πάρφασις, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.33)
Spanish
maléfico, rito maléfico , práctica maléfica
English (Strong)
from κακός and ποιέω; a bad-doer; (specially), a criminal: evil-doer, malefactor.
English (Thayer)
κακοποιον (κακόν and ποιέω), doing evil; a substantive, an evil-doer, malefactor: L marginal reading T Tr WH κακόν ποιῶν); T Tr marginal reading WH omit the clause); Pindar, Aristotle, Polybius, Plutarch.)
Greek Monolingual
-ά, -ό (AM κακοποιός, -όν)
1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός
κακούργος, εγκληματίας
μσν.
1. ανήθικος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν
επιβουλία, πονηρία, κακία
αρχ.
1. (για πράγματα) βλαπτικός, επιβλαβής («κακοποιὸς χυλός», Θεόφρ.)
2. πονηρός, επίβουλος
3. αστρολ. αυτός που προμηνύει κάτι κακό
4. φρ. «κακοποιὸν σκεῡος» — πονηρός και κακός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. μικροποιός, νωθροποιός.
Greek Monotonic
κᾰκοποιός: -όν (ποιέω), βλαπτικός, επιβλαβής, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοποιός: дурно поступающий NT; злой, злобный, злонамеренный (ὄνειδος Pind.); коварный (γυνή Polyb.); дурной, зловредный (σκεῦος Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοποιός -όν [κακοποιέω] misdadig.
Middle Liddell
κᾰκο-ποιός, όν ποιέω
ill-doing, mischievous, Pind.
Chinese
原文音譯:kakopoiÒj 卡可-拍哦士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:邪惡-行(者)
字義溯源:作惡者,作惡的,作惡,惡的;由(κακός)*=卑劣的)與(ποιέω)*=行)組成。參讀 (ἄτοπος)同義字
出現次數:總共(5);約(1);彼前(4)
譯字彙編:
1) 惡的(2) 約18:30; 彼前2:14;
2) 作惡的(2) 彼前2:12; 彼前3:16;
3) 作惡(1) 彼前4:15