λιπαρέω: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῑπᾰρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> переносить, терпеливо выдерживать, терпеть (λιπαρήσομεν [[οὕτω]], [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν Her.);<br /><b class="num">2)</b> продолжать, не переставать (λιπαρέετε μένοντες Her.): ἐλιπάρεε ἱστορέων Her. он не переставал расспрашивать; μὴ λιπάρεε τῇ [[πόσι]] Her. не оставайся на пирушке;<br /><b class="num">3)</b> настаивать, настойчиво требовать, добиваться, упрашивать: λιπαροῦντος [[ἐμοῦ]] Plat. когда я настойчиво стал расспрашивать; μὴ λιπάρει Aesch. не настаивай; καὶ τοῦ με χρείας [[ὧδε]] [[λιπαρεῖς]] [[τυχεῖν]]; Soph. какой же пользы ты так настойчиво добиваешься от меня?; pass. быть настойчиво уговариваемым ([[ὑπό]] τινος Xen.). | |elrutext='''λῑπᾰρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> переносить, терпеливо выдерживать, терпеть (λιπαρήσομεν [[οὕτω]], [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[продолжать]], [[не переставать]] (λιπαρέετε μένοντες Her.): ἐλιπάρεε ἱστορέων Her. он не переставал расспрашивать; μὴ λιπάρεε τῇ [[πόσι]] Her. не оставайся на пирушке;<br /><b class="num">3)</b> настаивать, настойчиво требовать, добиваться, упрашивать: λιπαροῦντος [[ἐμοῦ]] Plat. когда я настойчиво стал расспрашивать; μὴ λιπάρει Aesch. не настаивай; καὶ τοῦ με χρείας [[ὧδε]] [[λιπαρεῖς]] [[τυχεῖν]]; Soph. какой же пользы ты так настойчиво добиваешься от меня?; pass. быть настойчиво уговариваемым ([[ὑπό]] τινος Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 16:25, 19 August 2022
English (LSJ)
A persist, persevere, hold out, of obstinate resistance, λιπαρήσομεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν Hdt.8.144: in part., τοὺς Λυδοὺς τέως μὲν διάγειν λιπαρέοντας continued to hold out, under pressure of famine, Id.1.94: reversely, with part. added, λιπαρέετε μένοντες persist in holding your ground, Id.9.45; ἐλιπάρεε ἱστορέων persisted in inquiring, Id.3.51: c. dat., λ. τῇ πόσει keep on drinking, Id.5.19; λ. τῇ ἑταίρᾳ D.L.6.66. II of persistent entreaty, 1 abs., to be importunate, λιπαρεόντων δὲ αὐτῶν Hdt.1.86, cf. 2.42, 9.111, A.Pr.520, Pl.Cra.413c, Men.Epit.54, Herod.6.28,93; γενοῦ γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ar.Ach.452, cf. D.21.206. 2 c. acc. et inf., beseech one to do a thing, A.Pr.1004; also τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν; to obtain what request dost thou so importune me? S.OT1435; λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν importunate to obtain, Id.OC776; ξυγγενέσθαι… μ' ἐλιπάρει… μάζαις importuned me to become acquainted with cakes, Telecl.38 (cj. Porson), cf. X.Oec.2.16; also λ. τινὰ ὅπως… PAmh. 2.79.47 (ii A. D.); ἐξαιτήσεσθαι καὶ λιπαρήσειν παρ' ὑμῶν αὐτόν entreat earnestly for him at your hands, D.21.208; but also λ. βωμούς importune... Plb.32.15.7:—Pass., to be earnestly entreated, ὑπό τινων X. HG3.5.12.
Greek (Liddell-Scott)
λῑπᾰρέω: (λιπαρής)· ‒ ἐπιμένω, ἐμμένω, ἐπὶ ἐπιμόνου ἀντιστάσεως, λιπαρήσομεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν Ἡρόδ. 8. 144· οὕτω κατὰ μετοχ., καὶ τοὺς Λυδοὺς τέως μὲν διάγειν λιπαρέοντας, καὶ ὅτι οἱ Λυδοὶ ἐξηκολούθουν ὑπομένοντες, καίπερ πιεζόμενοι ὑπὸ τῆς πείνης, 1. 94· ἀλλ᾿ ὡσαύτως τἀνάπαλιν ὡς ὀρθολεκτ. ῥῆμα μετὰ μετοχῆς, λιπαρέετε μένοντες, ἐπιμένετε διατηροῦντες τὴν θέσιν σας, 9. 45· ἐλιπάρεε ἱστορέων, ἐπέμενεν ἐξετάζων, 3. 51· ὡσαύτως μετὰ δοτ., τῇ πόσει μὴ λιπάρεε, μὴ ἐξακολούθει νὰ πίνῃς, 5. 19· λ. τῇ ἑταῖρᾳ Διογ. Λ. 666. ΙΙ. ἐπὶ ἐπιμόνου δεήσεως, 1) ἀπολ., ἐπιμένω δεόμενος, ἐπιμόνως παρακαλῶ, καθικετεύω, γίνομαι ἐνοχλητικός, λιπαρεόντων δὲ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 2. 42., 9. 111, Αἰσχύλ. Πρ. 520, Πλάτ. Κρατ. 413Β, κτλ.· γενοῦ γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452, πρβλ. Δημ. 580. 27. 2) μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἱκετεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Πρ. 1004· ὡσαύτως, τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν; τίνα χάριν τόσον ἐπιμόνως ἱκετεύεις νὰ ἔχῃς παρ᾿ ἐμοῦ; Σοφ. Ο. Τ. 1435· λιπαροῦντι μὲν τυχεῖν, ἐπιμόνως δεομένῳ, ἱκετεύοντι τυχεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 776· ξυγγενέσθαι… μ᾿ ἐλιπάρει… μάζαις, θερμῶς μὲ παρεκάλει νὰ λάβω γνωριμίαν τῶν πλακουντίων, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 7· πρβλ· Ξεν. Οἰκ. 2, 16. 3) μετ᾿ αἰτ., ἐξαιτήσεσθαι τοῦτον καὶ λιπαρήσειν παρ᾿ ὑμῶν Δημ. 581. 17· ἀλλ᾿ ὡσαύτως, λ. βωμούς, ἱκετεύειν ἐπιμόνως…, Πολύβ. 32. 25, 7· ‒ Παθ., θερμῶς ἱκετεύομαι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 s’attacher à, insister, persister : τῇ πόσι HDT persister à boire ; avec un part. : ἐλιπάρεε ἱστορέων HDT il persistait à interroger;
2 particul. prier avec insistance, supplier d’une manière pressante ; avec un inf. : ὅσα λιπαρεῖς παρ’ ἐμοῦ μανθάνειν XÉN tout ce que tu cherches à savoir de moi avec tant d’insistance ; Pass. λιπαρεῖσθαι ὑπό τινος XÉN être obsédé par qqn.
Étymologie: λιπαρής.
Greek Monotonic
λῑπᾰρέω: μέλ. λιπαρήσω,
I. επιμένω, εμμένω με εγκαρτέρηση, αρνούμαι να υποχωρήσω, σε Ηρόδ.· ομοίως, μτχ., διάγειν λιπαρέοντας, συνεχίζω να αντιστέκομαι, να μην υποχωρώ, στον ίδ.· επίσης, αντιστρόφως, σαν ρήμα με μτχ., λιπαρέετε μένοντες, επιμένετε διατηρώντας τη θέση σας, στον ίδ.· ομοίως, με δοτ., λιπάρεε τῇ πόσει, εξακολούθησε να πίνεις, στον ίδ.
II. λέγεται για επίμονη δέηση:
1. απόλ., επιμένω δεόμενος, γίνομαι ενοχλητικός, στον ίδ., Αισχύλ., κ.λπ.
2. με αιτ. και απαρ., ικετεύω κάποιον να κάνει κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.
3. με αιτ., λιπαρεῖν αὐτόν, ικετεύω επίμονα υπέρ αυτού, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
λῑπᾰρέω:
1) переносить, терпеливо выдерживать, терпеть (λιπαρήσομεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν Her.);
2) продолжать, не переставать (λιπαρέετε μένοντες Her.): ἐλιπάρεε ἱστορέων Her. он не переставал расспрашивать; μὴ λιπάρεε τῇ πόσι Her. не оставайся на пирушке;
3) настаивать, настойчиво требовать, добиваться, упрашивать: λιπαροῦντος ἐμοῦ Plat. когда я настойчиво стал расспрашивать; μὴ λιπάρει Aesch. не настаивай; καὶ τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν; Soph. какой же пользы ты так настойчиво добиваешься от меня?; pass. быть настойчиво уговариваемым (ὑπό τινος Xen.).
Frisk Etymological English
Meaning: persist
See also: s. λίπτω.
Middle Liddell
λῑπᾰρέω, fut. -ήσω
I. to persist, persevere, hold out, Hdt.; so in part., διάγειν λιπαρέοντας to continue to hold out, Hdt.; also, reversely, λιπαρέετε μένοντες persist in holding your ground, Hdt.; so, c. dat., λ. τῇ πόσει to keep on drinking, Hdt.
II. of persistent entreaty,
1. absol. to persist in intreating, to be importunate, Hdt., Aesch., etc.
2. c. acc. et inf. to importune one to do a thing, Aesch., Soph.
3. c. acc., λιπαρεῖν αὐτόν entreat earnestly for him, Dem. [from λῑπᾰρής]
Frisk Etymology German
λιπαρέω: {liparéō}
Grammar: v.
Meaning: beharren
See also: s. λίπτω.
Page 2,127