χρωματίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρωμᾰτίζω:''' окрашивать (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета.
|elrutext='''χρωμᾰτίζω:''' [[окрашивать]] (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета.
}}
}}

Revision as of 14:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωμᾰτίζω Medium diacritics: χρωματίζω Low diacritics: χρωματίζω Capitals: ΧΡΩΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: chrōmatízō Transliteration B: chrōmatizō Transliteration C: chromatizo Beta Code: xrwmati/zw

English (LSJ)

A colour, tinge, Arist.PA664b16, GA747a10, Thphr. Od.31; τί τινι Alex.188.4:—Pass., to be of such and such a colour, Hp.Coac.380; χ. παντοδαπὰς χρόας Arist.Mete.342b4. 2 metaph. in literary criticism, χ. τῇ πρεπούσῃ ὑποκρίσει (of Demosthenes) D.H.Dem.22, cf. Phld.Po.2.43.

German (Pape)

[Seite 1383] färben; ἐχρωματίσθη Soph. frg. 9, von Hesych. συνεχρώσθη erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

χρωμᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, «βάφω», χρωματίζω, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 9, περὶ Ζῴων Γενέσ. 2. 7, 18, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 31· σιραίῳ χρωματίσας Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2. - Παθ., ἔχω ἢ λαμβάνω χρῶμά τι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 178· χρ. παντοδαπὰς χρόας Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

colorer, teindre.
Étymologie: χρῶμα.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χρῶμα, -ατος]
προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.
γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (για λόγο ή μελωδία) i) προσδίδω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη έκφραση- ii) διανθίζω
2. αποδίδω τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με ζωηρότητα («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)
3. αποδίδω σε κάποιον ορισμένη πολιτική ή κοινωνική ιδεολογία («είχε χρωματιστεί ως αντιδραστικός»).

Russian (Dvoretsky)

χρωμᾰτίζω: окрашивать (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета.