κυψέλη: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - " :" to ":") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυψέλη:''' ἡ ящик, сундук, ларь Her., Arph., Plut. | |elrutext='''κυψέλη:''' ἡ [[ящик]], [[сундук]], [[ларь]] Her., Arph., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A any hollow vessel: chest, box (whence Cypselus was called), Hdt.5.92.έ, Plu.2.164a, Paus.5.17.5; ἑξμέδιμνος κ., of a cornchest, Ar.Pax631; beehive, Plu.2.601c: metaph., κυψέλαι φρονημάτων boxes full of thoughts, Com.Adesp.703. II hollow of the ear, Poll.2.85, Hsch.: hence, 2 = κυψελίς ΙΙ, earwax, κυψέλην… ἔχεις… ἐν τοῖς ὠσίν, prov. of stupid men, Com.Adesp.620, cf. Eup. 213, Alex.Aphr.Pr.2.63.
German (Pape)
[Seite 1539] ἡ (vgl. κύπη), jede Höhlung, bes. die Ohrhöhle, auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. κύφελλον. – Gefäß, Kasten, Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας, bes. geflochtener Bienenkorb, Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, ἀγγεῖον εἰς ἀπόθεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον θῆκαι φρονήσεως.
Greek (Liddell-Scott)
κυψέλη: ἡ, πᾶν κοῖλον ἀγγεῖον· ― κιβώτιον, θήκη (ὅθεν ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. ἑξμέδιμνος, σκεῦος πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― κυψέλη μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. κύτταρος· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ κοιλότης τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― ἐντεῦθεν, 2) ὡς τὸ κυψελίς, ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ κύπτω, κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 saleté dans le creux de l’oreille;
2 boîte, coffre;
3 cellule d’abeille.
Étymologie: κύπτω.
Greek Monolingual
η (AM κυψέλη, Α και κυψάλη)
1. φυσική ή τεχνητή κατοικία σμήνους μελισσών, κυ. κουβέλι, μελισσοκόφινο
2. μτφ. νους
νεοελλ.
1. ο συνολικός πληθυσμός μιας κυψέλης
2. μτφ. τόπος ή εργαστήρι όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι μαζί
3. ανατ. ονομασία που δίνεται σε μικρούς χώρους που συμβάλλουν στη δομή μερικών οστών και πολλών ιστών (α. «ηθμοειδείς κυψέλες» β. «μαστοειδείς κυψέλες»)
(μσν. -αρχ.) η κηροειδής ύλη που βρίσκεται μέσα στο αφτί, η κυψελίδα
αρχ.
1. κάθε κοίλο αγγείο, θήκη ή κιβώτιο («τὰς λάρνακας οἱ τότε ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας», Παυσ.)
2. η κοιλότητα του αφτιού
3. φρ. «ἐξμέδιμνος κυψέλη» — σκεύος για εναπόθεση σίτου χωρητικότητας έξι μεδίμνων)
4. παροιμ. «κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν» — λεγόταν για ηλιθίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα ku-bh-, παρεκτεταμένη (με χειλικό -bh-) μορφή της ΙΕ ρίζας keu- «κάμπτω, κουλουριάζομαι, στρέφομαι». Συνδέεται πιθ. με τα κύπη, κύπελλον, κύπτω και εμφανίζει επίθημα -έλη (πρβλ. νεφ-έλη). Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο Kupesero, που αντιστοιχεί πιθ. στο Κύψελος. Η αρχική σημ. της λ. πιθ. είναι γενικά «κοιλότητα, και κυψέλη», ενώ η σημ. «κοιλότητα τών αφτιών» και «κηρός τών αφτιών» οφείλεται προφανώς στο σχήμα της, που μοιάζει με κυψέλη].
Greek Monotonic
κυψέλη: ἡ, κάθε βαθύ αγγείο· κιβώτιο, θήκη, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κυψέλη: ἡ ящик, сундук, ларь Her., Arph., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυψέλη -ης, ἡ kist.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: chest, box, bee-hive (Hdt., Ar., Plu.), earwax (com.), hollow of the ear (Poll., H.).
Other forms: -άλη (pap.); cf. Mayser Pap. 1: 3, 22)
Derivatives: κυψέλιον bee-hive, -ελίς birds nest (Arist.), earwax (Ruf., Aret.) with κυψελίτης ῥύπος (EM; Redard Les noms grecs en -της 112); backformation κύψελος m. name of a swallow-like bird (Arist., H.; cf. Thompson Birds s.v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not to κύπη etc. From aor. κύψαι?- Fur. 327 compares κυψέλον κύβερον μελισσῶν H. Clearly a Pre-Greek word.
Middle Liddell
κυψέλη, ἡ,
any hollow vessel: a chest, box, Hdt., Ar.
Frisk Etymology German
κυψέλη: {kupsélē}
Forms: (Pap. -άλη; vgl. Mayser Pap. 1: 3, 22)
Grammar: f.
Meaning: Kasten, Kiste, Bienenkorb (Hdt., Ar., Plu. u. a.), Ohrenschmalz (Kom.), Ohrhöhle (Poll., H.).
Derivative: Davon κυψέλιον Bienenkorb, -ελίς Vogelnest (Arist.), Ohrenschmalz (Ruf., Aret. u. a.) mit κυψελίτης ῥ’ύπος (EM; Redard Les noms grecs en -της 112); Rückbildung κύψελος m. N. eines schwalbenähnlichen Vogels (Arist., H.; zur Begriffsbestimmung Thompson Birds s.v.).
Etymology: Wenn Erbwort, l-Ableitung eines s-Stamms (vgl. Schwyzer 517); letzten Endes zu κύπη u. Verw.; s. κύπελλον. — Oder vom Aor. κύψαι?
Page 2,58