ἐντελής: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐντελής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полный]] ([[μισθός]] Thuc., Arph.; [[ἀριθμὸς]] [[βουλῆς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[целый]] ([[δραχμή]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> (о жертвенных животных) без порока ([[βοῦς]] Soph.; [[ζῷον]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[безупречный]], [[исправный]] ([[ὅπλα]] Thuc.; τριήρεις Aeschin.);<br /><b class="num">5)</b> [[законченный]], [[совершенный]] (ἐ. καὶ ἐκπονηθείς Sext.);<br /><b class="num">6)</b> [[взрослый]] (οἱ ἀπωρφανισμένοι οὐκ ἐντελεῖς Aesch.).<br />οῦς ὁ высшее должностное лицо, сановник (οἱ ἐντελεῖς τῶν Ῥωμαίων Diod.).
|elrutext='''ἐντελής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полный]] ([[μισθός]] Thuc., Arph.; [[ἀριθμὸς]] [[βουλῆς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[целый]] ([[δραχμή]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> (о жертвенных животных), [[без порока]] ([[βοῦς]] Soph.; [[ζῷον]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[безупречный]], [[исправный]] ([[ὅπλα]] Thuc.; τριήρεις Aeschin.);<br /><b class="num">5)</b> [[законченный]], [[совершенный]] (ἐ. καὶ ἐκπονηθείς Sext.);<br /><b class="num">6)</b> [[взрослый]] (οἱ ἀπωρφανισμένοι οὐκ ἐντελεῖς Aesch.).<br />οῦς ὁ высшее должностное лицо, сановник (οἱ ἐντελεῖς τῶν Ῥωμαίων Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:00, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντελής Medium diacritics: ἐντελής Low diacritics: εντελής Capitals: ΕΝΤΕΛΗΣ
Transliteration A: entelḗs Transliteration B: entelēs Transliteration C: entelis Beta Code: e)ntelh/s

English (LSJ)

ές, (τέλος) A complete, full, τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ Ar.Eq.1367, cf. Th.8.45; δώσειν ἐ. τὴν δραχμήν ib.29; τροφὴν ἐ. δοῦναι ib.78; δεῖπνον ἐ. καὶ μηδὲν ἐλλιπές Euang.1.2 (but τὸ ἐ. ὀνομαζόμενον δεῖπνον the last course, Luc.Symp. 38); ἵν' ἐ. ὦσι [οἱ λόγοι] Phld.Herc.1251.13; opp. ἐλλιπής, A.D. Synt.38.9, al.: Sup. -έστατος, βάσανος Ael.Tact.21.3; ἐντελὲς τρίγωνον Luc.Vit.Auct.4. 2 of victims, perfect, unblemished, δώδεκ' ἐντελεῖς ἔχων βοῦς S.Tr.760, cf. Luc.Sacr.12. 3 of military equipment, in good condition, Th.6.45; τριήρεις Aeschin.2.175. 4 of men, οὐ γὰρ ἐντελὴς . . προσφέρειν full-grown so as to offer, A.Ch. 250; ἐ. τὴν ἡλικίαν Ael.NA3.40; finished, accomplished, ἐ. καὶ ἔνδοξοι Artem.2.35, cf.Sch.Hes.Th.242; also ἐντελῆ τὴν ἀνδρείαν εἰσφέρονται Onos.4.2: Comp. -έστερος Hsch.: Sup., Id. 5 Adv. -λῶς, Ion. -λέως, entirely, completely, Arist.Rh.Al.1436a12, Herod.4.79, Plb.10.30.3, etc.; perfectly, J.AJ19.6.2: Comp. -έστερον Marin. Procl.15. II possessing full rights, ἱππεῖς ἐ. Ῥωμαίων D.S.34.2.31; qualified to hold public office, opp. ἀτελής, SIG286.10 (Milet., iv B. C.):—dub. cj. in A.Ag.105.

German (Pape)

[Seite 854] ές, vollendet, vollkommen; ausgewachsen, Aesch. Ch. 248, δώδεκ' ἐντελεῖς ἔχων βοῦς Soph. Tr. 757, untadelig, vgl. Luc. »acrll. 12, τὰ ἐν τῇ πόλει ὅπλων ἐξετάσει καὶ ἵππων ἐσκόπουν εἰ ἐντελῆ ἐστι Thuc. 6, 45, ob Alles gut im Stande sei; τριήρεις πλόϊμοι καὶ ἐντελεῖς Aesch. 2, 175; μισθός, voller Lohn, Thuc. 8, 35; Ar. Equ. 1367 u. A.; τάγματα, die vollzählig sind, Plut. Pomp. 11; – οἱ ἐντελεῖς, die in Amt u. Würde, die Angesehenen, D. Sic. exc. 599, 17, καὶ ἔνδοξοι Artemid. 2, 35. – Adv. ἐντελῶς, vollkommen, Pol. 10, 30, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντελής: -ές, (τέλος) ὡς καὶ νῦν, πλήρης, τέλειος, τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1367, πρβλ. Θουκ. 8. 45· δοῦναι ἐντ. τὴν διαχμὴν αὐτόθι 29· τροφὴν ἐντ. δοῦναι αὐτόθι 78· ἐντελές, ἐντέλεια, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5. 2) ἐπὶ θυμάτων, ἄρτιος, τέλειος, ἄμεμπτος, ἀκήρατος, δώδεκ’ ἐντελεῖς ἔχων βοῦς (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμήρου τεληέσσας ἑκατόμβας) Σοφ. Τρ. 760, πρβλ. Λουκ. π. Θυσ. 12. 3) ἐπὶ πολεμικῆς παρασκευῆς, τά τε ἐν τῇ πόλει ὅπλων ἐξετάσει καὶ ἵππων ἐσκόπουν εἰ ἐντελῆ ἐστι, ἐν καλῇ καταστάσει, Θουκ. 6. 45· τρήρεις Αἰσχίν. 51. 32. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ γὰρ ἐντελὴς... προσφέρειν, μὴ ἔχων πλήρη ἡλικίαν ὥστε νὰ..., Αἰσχύλ. Χο. 250· ἐντ. τὴν ἡλικίαν Αἰλ. π. Ζ. 3. 40. 5) Ἐπίρρ. ἐντελῶς, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 29, 2, Πολύβ. 10. 30, 3, κτλ. ΙΙ. πλήρη, τελείαν ἔχων δύναμιν, πανίσχυρος, ἐντ. θεαί, Ἀνάγκη καὶ Βία Συλλ. Ἐπίγρ. 4379ο: - οἱ ἐντελεῖς = οἱ ἐν τέλει, ἄρχοντες ἄνθρωποι ἐπίσημοι, Διοδ. Ἀποσπ. 599. 17, Ἀρτεμ. 2. 35· ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 105 ἀντὶ τοῦ ἐκτελέων ὁ Aurat. γράφει ἐντελέων.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
accompli :
1 en parl. de pers. parvenu à son entier développement ; en parl. de choses complet;
2 accompli, parfait, en parfait état ; en parl. de soldats, de vaisseaux bien équipé.
Étymologie: ἐν, τέλος.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [neutr. plu. ἐντελέα Luc.Syr.D.49]
I de cosas y abstr.
1 ref. la cantidad o la forma completo, entero τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ Ar.Eq.1367, cf. Th.8.45, X.An.1.4.13, Isoc.15.120, δώσειν ... ἐντελῆ τὴν δραχμήν Th.8.29, μισθοφορά D.C.47.17.5, τὰς δαπάνας χωρεῖν ἐντελεῖς X.Oec.20.21, τὴν τοῦ πλοίου ἐντελῆ χ[ορηγίαν PRoss.Georg.2.18.133 (II d.C.), ἐντελεῖς τοὺς δημοσίους κομίζεσθαι φόρους Iust.Nou.8.11, ἀριθμός BGU 15.2.18 (II d.C.)
de raciones y alimentos τροφὴν ... ἐντελῆ διδούς Th.8.78, δεῖπνον ἐ. καὶ μηδενὶ ἐλλιπές Euang.1.2, τὸ ἐ. ὀνομαζόμενον δεῖπνον la llamada cena completa Luc.Symp.38
de unidades milit. δεκαναΐαν δώσειν ἐντελῆ conceder un escuadrón completo Plb.24.6.1, σπεῖραι Str.17.1.53, ἓξ ἐντελῆ τάγματα seis legiones completas Plu.Pomp.11, διασώσας ἐ. στρατόπεδον Ῥωμαίων Plu.Comp.Per.Fab.2.2, cf. Plb.8.1.4
en inventarios de muebles y similares θύρωμα ἐντελὲς ἔχον ἥλους χαλκοῦς ID 1417A.2.56 (II a.C.), θύραι ID 1417A.1.80, τ] ράπεζα SEG 34.95.85 (Atenas II a.C.)
de otras realidades ὅσα ἐν τῇ στήλῃ ἐγγέγραπται ποιήσειν ἐντελῆ (prometieron) cumplir íntegramente cuanto está grabado en la estela, FXanthos 6.29 (IV a.C.), σχοινία ... ἐντελῆ στύππινα cabos enteros de estopa, PCair.Zen.755.6 (III a.C.), ἐντελεστάτη βάσανος Ael.Tact.21.3, θυσία Luc.Am.3, εὐχή Luc.Salt.17
astr. σελήνης ἐ. ... κύκλος E.IA 717, ἔκλειψις ἐ. eclipse total, Placit.2.24.4 (= Xenoph.A 41).
2 ref. la cualidad, de unidades y equipo milit. íntegro, en buenas condiciones, sin daño τά τε ἐν τῇ πόλει ὅπλων ... καὶ ἵππων ... ἐντελῆ Th.6.45, τριήρεις Aeschin.2.175, ἑπτακοσίας ναῦς App.Mith.116.
3 de abstr. y procesos completo, cumplido, acabado ἐντελεῖς ... τὰς πρὸς τὴν πολιορκίαν παρασκευάς completos los preparativos para el asedio Plb.8.34.1, cf. App.BC 3.89, Onas.10.9
completo, perfecto ἀνδρεία Onas.4.2, κάλλος Luc.Im.11, παιδεία Gal.14.218, ἐλευθερία Aristid.Or.35.21, κάθαρσις Aristid.Or.47.65, διδασκαλία Eus.PE 1.1.12, διήγησις Eus.HE 1.2.1, ἐντελεστέρα ἀσφάλεια PMasp.6ue.75 (VI d.C.).
4 fil. pitagórica perfecto, i.e., la tetractys (que contiene los 4 primeros números) ἐντελὲς τρίγωνον Luc.Vit.Auct.4.
5 gram. pleno, explícito op. ἐνδεήςdefectivo’ y ἐλλιπήςelíptico’ φράσις ref. la or. que lleva el suj. pronominal expreso, A.D.Pron.23.6, cf. 8
de las formas no contractas op. συνῃρημένος Hdn.Gr.2.327
de tiempos de pasado con aumento Hdn.Gr.2.42.
II de pers. o asimilados
1 ref. la edad adulto οὐ γὰρ ἐντελεῖς ... πρόσφερειν no suficientemente adultos como para llevar A.Ch.250, οἱ μὲν νεώτεροι ... οἱ δὲ ἐντελέστεροι Ael.NA 1.46, οἱ μὲν ἐντελεῖς ..., τὰ δὲ μειράκια Synes.Ep.5 (p.22), μὴ λαλῆσαι διαλέκτῳ πρεσβυτικῇ μηδὲ ἐντελεῖ, ἀλλὰ παιδικῇ Origenes Hom.18.6 in Ier.(p.159)
c. ac. de rel. ἐ. τὴν ἡλικίαν (ἀηδών) Ael.NA 3.40, cf. Poll.2.10.
2 ref. la dignidad, el prestigio o el cargo que ha alcanzado el máximo de su actividad, destacado ἐντελεῖς καὶ ἔνδοξοι de adivinos y filósofos, Artem.2.35, τοὺς ἐπισήμους ἐντελεῖς καλοῦμεν Sch.Hes.Th.242
ref. el poder supremo, absoluto αὐτοκράτωρ ἐ. App.Mith.94, προστάτης Gr.Naz.M.37.1217A, κράτος App.BC 1.1, τυραννίς App.BC 1.99
fig. en sent. neg. estricto, exigente op. φιλάνθρωπος Gr.Naz.Ep.77.14, cf. M.36.485C.
3 jur. que posee plenos derechos ἱππεῖς ... ἐντελεῖς τῶν Ῥωμαίων D.S.34.2.31, ἧκε Σινόριξ καὶ σὺν αὐτῷ πάντες ὅσοι Γαλατῶν ἐντελεῖς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες Polyaen.8.39.
4 relig., de víctimas completo, sin tacha, sin defecto δώδεκ' ἐντελεῖς ἔχων ... βοῦς S.Tr.760, ζῷον Luc.Sacr.12.
5 econ. sujeto al pago de impuestos op. ἀτελής Milet 1(3).136.10 (IV a.C.).
III adv. -ῶς, -έως
1 entera, completamente πλήθει μὲν ἐνδεῶς, δυνάμει δὲ ἐντελῶς Anaximen.Rh.1436a12, καλ' ὑμῖν ... ἐντελέως τὰ ἱρά Herod.4.79, ἐντελῶς ἐξαδυνατεῖν ser completamente incapaz Plb.10.30.3, παραφρονεῖν Isoc.Fr.11.
2 perfectamente λαλεῖν D.S.2.56, θρησκεύειν I.AI 19.297, ἐντελῶς πεπαιδευμένου τὴν τέχνην Gal.14.211.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐντελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», Αριστοφ.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος
μσν.
φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος
αρχ.
1. (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῑς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)
2. οἱ ἐντελεῑς
αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.

Greek Monotonic

ἐντελής: -ές (τέλος),
1. πλήρης, τέλειος, σε Αριστοφ., Θουκ.
2. λέγεται για θύματα, τέλειος, ακηλίδωτος, αμόλυντος, άθικτος, ακέραιος, σε Σοφ.
3. λέγεται για στρατιώτες και για την εξάρτυσή τους, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ικανός, αποτελεσματικός, σε Θουκ.
4. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει μεστή ηλικία, που βρίσκεται στην ωριμότητα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντελής:
1) полный (μισθός Thuc., Arph.; ἀριθμὸς βουλῆς Plut.);
2) целый (δραχμή Thuc.);
3) (о жертвенных животных), без порока (βοῦς Soph.; ζῷον Luc.);
4) безупречный, исправный (ὅπλα Thuc.; τριήρεις Aeschin.);
5) законченный, совершенный (ἐ. καὶ ἐκπονηθείς Sext.);
6) взрослый (οἱ ἀπωρφανισμένοι οὐκ ἐντελεῖς Aesch.).
οῦς ὁ высшее должностное лицо, сановник (οἱ ἐντελεῖς τῶν Ῥωμαίων Diod.).

Middle Liddell

ἐν-τελής, ές τέλος
1. complete, full, Ar., Thuc.
2. of victims, perfect, unblemished, Soph.
3. of soldiers and their equipments, in good condition, effective, Thuc.
4. of men, full-grown, Aesch.

English (Woodhouse)

complete, perfect, in good condition, of beasts for sacrifice, without blemish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)