ὠμηστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui mange de la chair crue ; carnassier, féroce ; ὁ [[ὠμηστής]], la bête féroce;<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de pers.</i> cruel, inhumain.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[ἔδω]].
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui mange de la chair crue ; carnassier, féroce ; ὁ [[ὠμηστής]], la bête féroce;<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de pers.</i> cruel, inhumain.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[ἔδω]].
}}
{{eles
|esgtx=[[comedor de carne cruda]], [[sanguinario]], [[inhumano]]
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:57, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμηστής Medium diacritics: ὠμηστής Low diacritics: ωμηστής Capitals: ΩΜΗΣΤΗΣ
Transliteration A: ōmēstḗs Transliteration B: ōmēstēs Transliteration C: omistis Beta Code: w)mhsth/s

English (LSJ)

οῦ, Dor. ὠμηστάς, ὁ, (ὠμός, ἔδω) A eating raw flesh, οἰωνοί Il.11.454; κύνες 22.67, S.Ant.697; ἰχθύες Il.24.82; Κέρβερος Hes.Th.311; λέων B.12.46, Orac. ap. Hdt. 5.92.β, A.Ag.827 (as a noun, of a lion, AP6.237 (Antist.)); αἰετός A.R.2.1259; ὄφις (sc. Ἔχιδνα) ὠμηστής Hes.Th.300; epithet of Dionysus, = ὠμάδιος 1, AP9.524.25, cf. Plu.2.462b (of ἄκρατος). Adv. ὠμηστί Zonar. 2 savage, brutal, ὠμηστής καὶ ἄπιστος ἀνήρ Il.24.207, cf. Plu. Ant.24. (Aristarch. pronounced it ὠμησταί like ἀθληταί; Tyrannio ὠμῆσται like κομῆται, Sch.Il.22.67.)

Greek (Liddell-Scott)

ὠμηστής: -οῦ, ὁ, (ὠμός, ἐσθίω) ὁ ἐσθίων ὠμὰ κρέατα, ὠμοβόρος, ὠμοφάγος, οἰωνοὶ Ἰλ. Λ. 454· κύνες Χ. 67, Σοφ. Ἀντιγ. 697· ἰχθύες Ἰλ. Ω. 82· Κέρβερος Ἡσ. Θεογ. 311· λέων Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 5. 92, 2, Αἰσχύλ. Ἀγ. 827 (ἐντεῦθεν ὠμηστὴς ἀπολ. ἀντὶ λέων, Ἀνθ. Παλ. 6. 237)· αἰετὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1259· ὡσαύτως μετὰ θηλ. οὐσιαστ., Ἔχιδνα ὠμηστὴς Ἡσ. Θεογ. 300· ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμάδιος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, Πλούτ. 2. 462Β· ― ὡς σημεῖον ἀγριότητος, θηριωδίας, ὠμ. καὶ ἄπιστος ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 207, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Πρβλ. ὠμοβόρος, ὠμοβρώς, ὠμοφάγος. (Ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραψεν ὠμηστής, κατὰ τὸ ἀθλητής, ὀρχηστής· ὁ δὲ Τυραννίων ὠμήστης, κατὰ τὸ κομήτης, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 67).

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
1 qui mange de la chair crue ; carnassier, féroce ; ὁ ὠμηστής, la bête féroce;
2 p. ext. en parl. de pers. cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, ἔδω.

Spanish

comedor de carne cruda, sanguinario, inhumano

English (Autenrieth)

(ὠμός, ἔδω): eating raw flesh, of animals; hence, cruel, savage, of men, Il. 24.207.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α
1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου και του Πανός) αυτός προς τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς Διόνυσος», Ανθ. Παλ.)
2. χρησιμοποιείται αντί της λ. λέων («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ησ-της, αντί ὠμοεδ-της (< ἔδω «τρώω», με έκταση λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -δ- πριν από -τ-), πρβλ. ἀλφ-ηστής].

Greek Monotonic

ὠμηστής: Δωρ. —τάς,-οῦ, ὁ (ὠμός, ἐσθίω), αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με θηλ. ουσ., Ἔχιδνα ὠμηστής, σε Ησίοδ.· χρησιμοποιείται ως ένδειξη αγριότητας, θηριωδίας, ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠμηστής: οῦ adj. m, редко f ὠμός
1) питающийся сырым мясом (οἰωνοί, ἰχθύες Hom.; Κέρβερος, Ἔχιδνα Hes.; λέων Her., Aesch.): Ὠμηστῇ Διονύσῳ καθιερωθῆναι Plut. быть заколотым в жертву Дионису Сыроядному;
2) кровожадный (ἀνήρ Hom.).
οῦ ὁ хищный зверь Anth.

Middle Liddell

ὠμ-ηστής, οῦ, ὁ, ὠμός, ἐσθίω
eating raw flesh, Il., Aesch., Soph., etc.; with a fem., Ἔχιδνα ὠμηστής Hes.:—as a mark of savageness, brutality, ὠμ. καὶ ἄπιστος ἀνήρ Il.

English (Woodhouse)

ravening, eating raw flesh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)