κλειτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1448.png Seite 1448]] eigtl. adj. verb. zu [[κλείω]], [[berühmt]], [[ruhmvoll]]; ἐπίκουροι Il. 6, 227 u. öfter; βασιλῆες Od. 6, 54; auch von Sachen, [[ἑκατόμβη]], ruhmwürdig, herrlich, Il. 1, 447, wie Pind. P. 10, 33; auch von einer Stadt, Panopeus, Il. 17, 307; Jolkos, Pind. P. 4, 137, öfter. – Vgl. [[κλυτός]]. – Auch schlechte Schreibung für κλιτός.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1448.png Seite 1448]] eigtl. adj. verb. zu [[κλείω]], [[berühmt]], [[ruhmvoll]]; ἐπίκουροι Il. 6, 227 u. öfter; βασιλῆες Od. 6, 54; auch von Sachen, [[ἑκατόμβη]], ruhmwürdig, herrlich, Il. 1, 447, wie Pind. P. 10, 33; auch von einer Stadt, Panopeus, Il. 17, 307; Jolkos, Pind. P. 4, 137, öfter. – Vgl. [[κλυτός]]. – Auch schlechte Schreibung für κλιτός.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> illustre, célèbre;<br /><b>2</b> digne d'être vanté, superbe, magnifique.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κλείω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]] Β) πεφημισμένος, [[περίφημος]], ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς [[ἔξοχος]], [[ἑκατόμβη]] Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. [[κλυτός]]. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ.
|lstext='''κλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]] Β) πεφημισμένος, [[περίφημος]], ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς [[ἔξοχος]], [[ἑκατόμβη]] Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. [[κλυτός]]. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> illustre, célèbre;<br /><b>2</b> digne d'être vanté, superbe, magnifique.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κλείω]]².
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειτός Medium diacritics: κλειτός Low diacritics: κλειτός Capitals: ΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: kleitós Transliteration B: kleitos Transliteration C: kleitos Beta Code: kleito/s

English (LSJ)

ή, όν, κλείω B) renowned, famous, ἐπίκουροι Il.3.451, 6.227, etc.; βασιλῆες Od.6.54; γενεά Pi.N.6.61; of things, splendid, excellent, ἑκατόμβη Il.4.102, cf. Pi.P.10.33; Πανοπεύς, Ἰωλκός, Il.17.307, Pi.P.4.77.

German (Pape)

[Seite 1448] eigtl. adj. verb. zu κλείω, berühmt, ruhmvoll; ἐπίκουροι Il. 6, 227 u. öfter; βασιλῆες Od. 6, 54; auch von Sachen, ἑκατόμβη, ruhmwürdig, herrlich, Il. 1, 447, wie Pind. P. 10, 33; auch von einer Stadt, Panopeus, Il. 17, 307; Jolkos, Pind. P. 4, 137, öfter. – Vgl. κλυτός. – Auch schlechte Schreibung für κλιτός.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 illustre, célèbre;
2 digne d'être vanté, superbe, magnifique.
Étymologie: adj. verb. de κλείω².

Greek (Liddell-Scott)

κλειτός: -ή, -όν, (κλείω Β) πεφημισμένος, περίφημος, ἐπίκουροι Ἰλ. Γ. 451., Ζ. 227, κτλ.· βασιλῆες Ὀδ. Ζ. 54· γενεὰ Πινδ. Ν. 6. 104· ― ἐπὶ πραγμάτων, λαμπρὸς ἔξοχος, ἑκατόμβη Ἰλ. Α. 447, κτλ.· ἐπὶ πόλεως, Ρ. 307, Πίνδ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν ἐξ αὐτοῦ συνθέτων ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτὸς 9, καὶ πρβλ. κλυτός. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομ. προπερισπ., Κλεῖτος, ὁ.

English (Autenrieth)

(κλέος): celebrated, famous, epithet of persons and of things; esp. ἐπίκουροι, ἑκατόμβη, Γ, Il. 1.447. (Il. and Od. 6.54.)

English (Slater)

κλειτός illustrious κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (P. 4.77) κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας (P. 10.33) [κλειταῖς ἐν Ἀμύκλαῖς v.l. κλυταῖς) (P. 11.32) ] ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) κλειτᾷ γενεᾷ (N. 6.61) ]κλειτα[ Θρ. 6. 4.

Greek Monolingual

(I)
κλειτός, -ή, -όν (Α)
1. (για πρόσ., γενεά, πόλεις) φημισμένος, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος («μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας», Ομ. Οδ.)
2. (για πράγματα) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, έξοχος («ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεF-ετός < θ. κλεF- (πρβλ. κλέος). Ο τ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα της ρίζας και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του κλυτός.
(II)
κλειτός, -ή, -όν (Α) κλείω (Ι)]
κλειστός.

Greek Monotonic

κλειτός: -ή, -όν (κλείω Β) = κλεινός, σε Όμηρ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κλειτός: 3, редко
1) славный, прославленный (βασιλῆες Hom.);
2) пышный (ἑκατόμβη Hom.; Ἰωλκός Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλειτός -ή -όν [κλέω] beroemd, vermaard.

Frisk Etymological English

Meaning: famous
See also: s. κλύω.

Middle Liddell

κλειτός, ή, όν [κλείω2] = κλεινός, Hom., Pind.]

Frisk Etymology German

κλειτός: {kleitós}
Meaning: berühmt
See also: s. κλύω.
Page 1,869