ἐκγράφω: Difference between revisions

From LSJ

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0756.png Seite 756]] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.
}}
{{bailly
|btext=effacer d'une liste, rayer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκγράφομαι transcrire pour soi, faire transcrire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βιβάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκγράφω''': ᾰ, [[γράφω]] ἔκ τινος, [[ἀντιγράφω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., [[γράφω]] ἔκ τινος, ἢ [[ἀντιγράφω]] δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. [[ἀπαλείφω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]] ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22.
|lstext='''ἐκγράφω''': ᾰ, [[γράφω]] ἔκ τινος, [[ἀντιγράφω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., [[γράφω]] ἔκ τινος, ἢ [[ἀντιγράφω]] δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. [[ἀπαλείφω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]] ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22.
}}
{{bailly
|btext=effacer d'une liste, rayer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκγράφομαι transcrire pour soi, faire transcrire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βιβάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκγράφω Medium diacritics: ἐκγράφω Low diacritics: εκγράφω Capitals: ΕΚΓΡΑΦΩ
Transliteration A: ekgráphō Transliteration B: ekgraphō Transliteration C: ekgrafo Beta Code: e)kgra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], A write out, copy, IG9(1).687.12 (Corc.), cf. CIG2266 (Delos):—Med., copy for oneself, (χρησμὸν) παρὰ τἀπόλλωνος ἐξεγραψάμην Ar.Av.982; Μορσίμου ῥῆσιν ἐξεγράψατο Id.Ra.151, cf.D.48.48, etc. II strike out, expunge from a list, IG12.84.28, Decr. ap. And.1.77 (Pass.); τινὰ τῆς βουλῆς D.H.19.18. (Written ἐγγρ- IG 5(2).357.14 (Stymphalus, iii B.C.).)

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐγγ- PYadin 12.1, 16.1 (ambos II d.C.), pero tb. por ἐνγ-
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1en v. med. copiar, poner por escrito Μορσίμου ... ῥῆσιν Ar.Ra.151, (χρησμόν) Ar.Au.982, ἐκγράφεσθαι ὅσα οὗτος ὤφειλε D.49.43, τὰς συνθήκας D.48.48, τοὺς νόμους Welles, RC 3.63 (Teos IV a.C.), ἀρχὰς ποιημάτων πολλῶν Clearch.90, αἱ παιδεῖαι Σαλωμῶντος ... ἃς ἐξεγράψαντο οἱ φίλοι Εζεκιου las enseñanzas de Salomón que pusieron por escrito los del círculo del (rey) Ezequías LXX Pr.25.1, (ἐπιστολήν) I.AI 17.139, τὰ γελοῖα Ath.614e, τὰ πλεῖστα Gal.12.251, αὐτὸ τὸ πρόγραμμα POxy.34.4.6 (II d.C.), en v. pas. τὰ ἔπη τὰ Σιβύλλεια ... τοὺς ἱερέας αὐτοχειρίᾳ ἐκγράψασθαι ἐκέλευσεν D.C.54.17.2, διὰ τὸ φιλοτίμως ἐκγεγράφθαι τοὺς μαθητὰς αὐτῶν τὰ ὑφ' ἑκάστου αὐτῶν ... κατωρθωμένα Eus.HE 5.28.17, οὐχ ὡς ἐκγραψάμενος ἔχῃς τὰ 'κεῖθεν Lib.Or.54.68
tb. en v. act. IG 9(1).687.12 (Corcira II a.C.)
abs. ὁ ἐκγραφόμενος el escriba o copista Gal.15.624
en v. pas. ἐγγεγραμμένον ... ἀντίγραφον copia, PYadin 16.1, cf. 12.1 (ambos II d.C.).
2 en v. act. inscribir, registrar en la lista de deudores públicos ἐκγραφέτω αὐτὸν πρὸς τοὺς πράκτορας Sokolowski 1.45.9 (Mileto IV a.C.), cf. IG 13.82.26 (V a.C.), (αὐτὸν) εἰς τὸ λεύκωμα IG 7.3073.4 (Lebadea II a.C.), en v. pas. ὀφείλοντος ... τῷ δημοσίῳ χ δραχμὰς καὶ ἐκγεγραμμένου ἐν ἀκροπόλει Ath.Agora 19.P26.505 (IV a.C.), cf. And.Myst.77.
3 en v. act. escribir acerca de τοὺς κατασκόπ[ου] ς Didym.Gen.156.29.
II 1borrar, eliminar de una lista, c. ac. y gen. με τῆς βουλῆς D.H.19.18.1.
2 transferir, trasladar de una lista a otra ὁ δὲ πρόεδρος ἐγγραφέτω καθάπερ τὰς ἄλλας δίκας IPArk.17.14 (Estínfalo IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 756] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.

French (Bailly abrégé)

effacer d'une liste, rayer;
Moy. ἐκγράφομαι transcrire pour soi, faire transcrire.
Étymologie: ἐκ, βιβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγράφω: ᾰ, γράφω ἔκ τινος, ἀντιγράφω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., γράφω ἔκ τινος, ἢ ἀντιγράφω δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. ἀπαλείφω, ἐξαλείφω, διαγράφω ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22.

Greek Monolingual

(AM ἐκγράφω)
διαγράφω, ξεγράφω
αρχ.
αντιγράφω.

Greek Monotonic

ἐκγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, αντιγράφω — Μέσ., γράφω ή αντιγράφω για τον εαυτό μου, σε Αριστοφ., Δημ.

Middle Liddell

fut. ψω
to write out:—Mid. to write out or copy for oneself, Ar., Dem.