ὑπτιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(ptia/zw
|Beta Code=u(ptia/zw
|Definition=(ὕπτιος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lay oneself back]], [[fall back]], <span class="bibl">Hdn.1.4.7</span>, <span class="bibl">Procop. <span class="title">Goth.</span>4.31</span>, <span class="bibl">Eust.249.5</span>; <b class="b3">ὑπτιάζων βόλος</b> an [[unlucky]] cast, opp. [[πρανής]], <span class="bibl">Poll.7.204</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., of haughty persons, [[carry oneself with languid arrogance]], <span class="bibl">Aeschin.1.132</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> to [[be supine]], [[careless]], or [[negligent]], <span class="bibl">Hdn.2.12.2</span>, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν <span class="bibl">Id.2.8.9</span>; of literary style, <b class="b3">ὑπτιάζων λόγος</b> [[languid]] style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>2.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">B</span> trans., [[bend back]], <b class="b3">ὑ. τὰς χεῖρας</b> (cf. [[ὕπτιος]] ''ΙΙ'') <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>11.13</span>:—Pass., <b class="b3">κάρα γὰρ ὑπτιάζεται</b> his head [[lies supine]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>822</span>; ὑπτιαζόμενοι [[lying on their backs]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.29</span>; <b class="b3">ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο</b> the approach [[sloped gently upwards]] (cf. [[ὕπτιος]] IV), ib.<span class="bibl">5.5.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., [[diverge]], of light rays, <span class="bibl">Phlp. <span class="title">in Mete.</span>21.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[upset]], ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; [[relax]], [<b class="b3">τὸ στόμα τῆς γαστρός</b>], opp. [[ῥωννύειν]], Id.15.461. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[make subservient]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.26.</span>
|Definition=(ὕπτιος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lay oneself back]], [[fall back]], <span class="bibl">Hdn.1.4.7</span>, <span class="bibl">Procop. <span class="title">Goth.</span>4.31</span>, <span class="bibl">Eust.249.5</span>; <b class="b3">ὑπτιάζων βόλος</b> an [[unlucky]] cast, opp. [[πρανής]], <span class="bibl">Poll.7.204</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., of haughty persons, [[carry oneself with languid arrogance]], <span class="bibl">Aeschin.1.132</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> to [[be supine]], [[careless]], or [[negligent]], <span class="bibl">Hdn.2.12.2</span>, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν <span class="bibl">Id.2.8.9</span>; of literary style, <b class="b3">ὑπτιάζων λόγος</b> [[languid]] style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>2.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">B</span> trans., [[bend back]], <b class="b3">ὑ. τὰς χεῖρας</b> (cf. [[ὕπτιος]] ''ΙΙ'') <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>11.13</span>:—Pass., <b class="b3">κάρα γὰρ ὑπτιάζεται</b> his head [[lies supine]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>822</span>; ὑπτιαζόμενοι [[lying on their backs]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.29</span>; <b class="b3">ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο</b> the approach [[sloped gently upwards]] (cf. [[ὕπτιος]] IV), ib.<span class="bibl">5.5.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., [[diverge]], of light rays, <span class="bibl">Phlp. <span class="title">in Mete.</span>21.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[upset]], ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; [[relax]], [<b class="b3">τὸ στόμα τῆς γαστρός</b>], opp. [[ῥωννύειν]], Id.15.461. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[make subservient]], Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.26.</span>
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se coucher, tomber à la renverse;<br /><b>2</b> se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d'orgueil;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter à la renverse ; <i>Pass.</i> être couché à la renverse;<br /><b>2</b> lier en arrière : [[τὰς]] χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπτιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπτιάζω''': μέλλ. -άσω· ([[ὕπτιος]])· ― [[κεῖμαι]] [[ὕπτιος]], ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων [[βόλος]], ἀτυχὴς [[βόλος]] τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ [[πρανής]], Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι [[ἄφροντις]], ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. [[ὕπτιος]] ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., [[κάρα]] γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ [[κεφαλή]] του κλίνει πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ [[νῶτον]], ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν [[ἄνοδος]] [[ἠρέμα]] [[προσάντης]] ὑπτίαστο (πρβλ. [[ὕπτιος]] IV) [[αὐτόθι]] 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
|lstext='''ὑπτιάζω''': μέλλ. -άσω· ([[ὕπτιος]])· ― [[κεῖμαι]] [[ὕπτιος]], ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων [[βόλος]], ἀτυχὴς [[βόλος]] τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ [[πρανής]], Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι [[ἄφροντις]], ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. [[ὕπτιος]] ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., [[κάρα]] γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ [[κεφαλή]] του κλίνει πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ [[νῶτον]], ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν [[ἄνοδος]] [[ἠρέμα]] [[προσάντης]] ὑπτίαστο (πρβλ. [[ὕπτιος]] IV) [[αὐτόθι]] 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se coucher, tomber à la renverse;<br /><b>2</b> se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d'orgueil;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter à la renverse ; <i>Pass.</i> être couché à la renverse;<br /><b>2</b> lier en arrière : [[τὰς]] χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπτιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:23, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπτιάζω Medium diacritics: ὑπτιάζω Low diacritics: υπτιάζω Capitals: ΥΠΤΙΑΖΩ
Transliteration A: hyptiázō Transliteration B: hyptiazō Transliteration C: yptiazo Beta Code: u(ptia/zw

English (LSJ)

(ὕπτιος) A lay oneself back, fall back, Hdn.1.4.7, Procop. Goth.4.31, Eust.249.5; ὑπτιάζων βόλος an unlucky cast, opp. πρανής, Poll.7.204. II metaph., of haughty persons, carry oneself with languid arrogance, Aeschin.1.132. 2 to be supine, careless, or negligent, Hdn.2.12.2, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν Id.2.8.9; of literary style, ὑπτιάζων λόγος languid style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ Hermog.Id.2.1. B trans., bend back, ὑ. τὰς χεῖρας (cf. ὕπτιος ΙΙ) LXXJb.11.13:—Pass., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται his head lies supine, S.Ph.822; ὑπτιαζόμενοι lying on their backs, J.BJ3.7.29; ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο the approach sloped gently upwards (cf. ὕπτιος IV), ib.5.5.6. 2 Pass., diverge, of light rays, Phlp. in Mete.21.11. 3 upset, ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; relax, [τὸ στόμα τῆς γαστρός], opp. ῥωννύειν, Id.15.461. II metaph., make subservient, Lyd.Mag.2.26.

French (Bailly abrégé)

I. intr. 1 se coucher, tomber à la renverse;
2 se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d'orgueil;
II. tr. 1 jeter à la renverse ; Pass. être couché à la renverse;
2 lier en arrière : τὰς χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ὕπτιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπτιάζω: μέλλ. -άσω· (ὕπτιος)· ― κεῖμαι ὕπτιος, ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων βόλος, ἀτυχὴς βόλος τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ πρανής, Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι ἄφροντις, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., κάμπτω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. ὕπτιος ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ κεφαλή του κλίνει πρὸς τὰ ὀπίσω, Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ νῶτον, ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο (πρβλ. ὕπτιος IV) αὐτόθι 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.

Greek Monolingual

ὑπτιάζω ΝΜΑ ὕπτιος
1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα
2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα
μσν.
(μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα», Γαλ.)
2. χαλαρώνω
3. μτφ. α) συμπεριφέρομαι με έπαρση, με αλαζονεία
β) είμαι αμελής, αδιαφορώ («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», Ηρωδιαν.)
γ) καθιστώ κάποιον υποχείριο, υποτάσσω
4. παθ. ὑπτιάζομαι
(για ακτίνες φωτός) αποκλίνω, εκτρέπομαι
5. φρ. «ὑπτιάζων βόλος» — ατυχής ρίψη βόλου στο παιχνίδι με τα ζάρια (Πολυδ.).

Greek Monotonic

ὑπτιάζω: (ὕπτιος), μέλ. -άσω, βρίσκομαι σε ύπτια θέση, ξαπλώνομαι ανάσκελα, περπατώ με το κεφάλι ψηλά, σε Αισχίν. — Παθ., κάρα ὑπτιάζεται, το κεφάλι του κλίνει προς τα πίσω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπτιάζω:
1) откидывать назад: κάρα ὑπτιάζεται Soph. голова запрокинулась (у спящего Филоктета);
2) гордо закидывать голову (ὑπτιάζων καὶ κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aeschin.).

Middle Liddell

fut. άσω ὕπτιος
to bend oneself back, to carry one's head high, Aeschin.:—Pass., κάρα ὑπτιάζεται his head lies supine, Soph.