παγκρατής: Difference between revisions
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> tout-puissant;<br /><b>2</b> entièrement victorieux.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κράτος]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> tout-puissant;<br /><b>2</b> entièrement victorieux.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κράτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παγκρατής -ές [πᾶς, κράτος] almachtig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παγκρᾰτής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[всевластный]], [[всемогущий]] ([[Ζεύς]] Aesch., Soph.; [[Ἀπόλλων]] Eur.; [[κόρα]], sc. [[Ἀθηνᾶ]] Arph.; ἕδραι, sc. [[Διός]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[победоносный]] ([[φονεύς]] τινος Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[всепобеждающий]], [[овладевающий всем]] ([[χρόνος]], [[ὕπνος]], τὸ [[σέλας]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''παγκρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), [[παντοδύναμος]], [[πανίσχυρος]], σε Τραγ.· <i>παγκρατεῖς ἕδραι</i>, ο [[βασιλικός]] [[θρόνος]] του [[Δία]], σε Αισχύλ.· τοῖνδε παγκρατὴς [[φονεύς]], ο [[νικηφόρος]] [[φονιάς]] τους, στον ίδ. | |lsmtext='''παγκρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), [[παντοδύναμος]], [[πανίσχυρος]], σε Τραγ.· <i>παγκρατεῖς ἕδραι</i>, ο [[βασιλικός]] [[θρόνος]] του [[Δία]], σε Αισχύλ.· τοῖνδε παγκρατὴς [[φονεύς]], ο [[νικηφόρος]] [[φονιάς]] τους, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παγκρᾰτής''': -ές, ([[κράτος]]) [[παντοδύναμος]], [[πανίσχυρος]], ἐπίθετ. τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 255, Εὐμ. 918, Σοφ. Ἀποσπ. 607· π. ἕδραι, ὁ βασιλικὸς [[αὐτοῦ]] [[θρόνος]], Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ τῆς Ἥρας, Βακχυλ. X (XI), 44, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ρῆσ. 231· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 317· ἐπὶ τῆς μοίρας, Βακχυλ. XVI (XVII), 24· ― [[ὅπως]] … ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς [[φονεύς]], ὁ [[νικηφόρος]] [[φονεύς]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1648. 2) ἐπὶ πραγμάτων, π. πῦρ, πρβλ. Σοφ. Φ. 986, Πινδ. Ν. 4. 101· ὁ π. [[ὕπνος]], [[χρόνος]] Σοφ. Αἴ. 675, Ο. Κ. 609· [[ἀλάθεια]] Βακχυλ. 21. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120, 121. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (κράτος) A all-powerful, epithet of Zeus, A.Th.255, Eu.918 (lyr.), E. Fr.431.4; π. ἕδραι his imperial throne, A.Pr.391; also of Μοῖρα, B.16.24; of Hera, Id.10.44; of Apollo, E.Rh.231 (lyr.); of Athena, Ar. Th. 317 (lyr.); ὁ π. Κύριος LXX 2 Ma.3.22; τοῖνδε π. φονεύς their victorious slayer, A.Ag.1648. 2 of things, π. πῦρ Pi.N.4.62; κεραυνός Id.Dith.2.15; σέλας S.Ph.986; ὕπνος, χρόνος, Id.Aj.675, OC609; ἀλάθεια B.Fr.10.
German (Pape)
[Seite 436] ές, allherrschend, allgewaltig; πῦρ, Pind. N. 4, 62; vgl. Soph. Phil. 974; ὦ παγκρατὲς Ζεῦ, Aesch. Spt. 237, wie Eum. 878 u. Soph. Phil. 675; u. so öfter von Göttern, Eur. Rhes. 321 Ar. Th. 317; auch ἕδραι, Aesch. Prom. 389; χρόνος, Soph. O. C. 615; ὕπνος, Ai. 680; Sp.; – ganz überwältigend, obsiegend, ὅπως ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, Aesch. Ag. 1632.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 tout-puissant;
2 entièrement victorieux.
Étymologie: πᾶς, κράτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκρατής -ές [πᾶς, κράτος] almachtig.
Russian (Dvoretsky)
παγκρᾰτής:
1) всевластный, всемогущий (Ζεύς Aesch., Soph.; Ἀπόλλων Eur.; κόρα, sc. Ἀθηνᾶ Arph.; ἕδραι, sc. Διός Aesch.);
2) победоносный (φονεύς τινος Aesch.);
3) всепобеждающий, овладевающий всем (χρόνος, ὕπνος, τὸ σέλας Soph.).
English (Slater)
παγκρᾰτής all-powerful πῦρ δὲ παγκρατὲς (N. 4.62) ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 15.
Greek Monolingual
παγκρατής, -ές (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του Διός, της Ήρας, του Απόλλωνος, της Αθηνάς αλλά και για πρόσ. ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος
2. φρ. «παγκρατεῑς ἕδραι» — ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ισο-κρατής].
Greek Monotonic
παγκρᾰτής: -ές (κράτος), παντοδύναμος, πανίσχυρος, σε Τραγ.· παγκρατεῖς ἕδραι, ο βασιλικός θρόνος του Δία, σε Αισχύλ.· τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, ο νικηφόρος φονιάς τους, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρᾰτής: -ές, (κράτος) παντοδύναμος, πανίσχυρος, ἐπίθετ. τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Θήβ. 255, Εὐμ. 918, Σοφ. Ἀποσπ. 607· π. ἕδραι, ὁ βασιλικὸς αὐτοῦ θρόνος, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ τῆς Ἥρας, Βακχυλ. X (XI), 44, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ρῆσ. 231· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 317· ἐπὶ τῆς μοίρας, Βακχυλ. XVI (XVII), 24· ― ὅπως … ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, ὁ νικηφόρος φονεύς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1648. 2) ἐπὶ πραγμάτων, π. πῦρ, πρβλ. Σοφ. Φ. 986, Πινδ. Ν. 4. 101· ὁ π. ὕπνος, χρόνος Σοφ. Αἴ. 675, Ο. Κ. 609· ἀλάθεια Βακχυλ. 21. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120, 121.
Middle Liddell
παγ-κρᾰτής, ές κράτος
all-powerful, all-mighty, Trag.; π. ἕδραι the imperial throne of Zeus, Aesch.:— τοῖνδε π. φονεύς their victorious slayer, Aesch.