ἀλύσκω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[ἀλύξω]] <i>et</i> ἀλύξομαι, <i>ao.</i> [[ἤλυξα]], <i>pf. inus.</i><br />chercher à fuir, fuir, acc. ; échapper à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύω]]. | |btext=<i>f.</i> [[ἀλύξω]] <i>et</i> ἀλύξομαι, <i>ao.</i> [[ἤλυξα]], <i>pf. inus.</i><br />chercher à fuir, fuir, acc. ; échapper à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλύσκω:''' (ᾰ) (fut. [[ἀλύξω]] и ἀλύξομαι, aor. [[ἤλυξα]]) избегать, спасаться (ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι Hom.; ἀ. τινά (τι) Hom., Hes., Pind., Trag., Theocr. и τινός Soph.): ἀλύξαι [[προτὶ]] [[ἄστυ]] Hom. укрыться в город(е). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλύσκω:''' μέλ. [[ἀλύξω]], Μέσ. <i>ἀλύξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἤλυξα]], Επικ. [[ἄλυξα]]· ([[ἀλύω]])· [[αποφεύγω]], [[αποκλίνω]], [[αποχωρώ]], [[εγκαταλείπω]], με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., το «[[βάζω]] στα πόδια», σε Σοφ.· απόλ. [[διαφεύγω]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀλύσκω:''' μέλ. [[ἀλύξω]], Μέσ. <i>ἀλύξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἤλυξα]], Επικ. [[ἄλυξα]]· ([[ἀλύω]])· [[αποφεύγω]], [[αποκλίνω]], [[αποχωρώ]], [[εγκαταλείπω]], με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., το «[[βάζω]] στα πόδια», σε Σοφ.· απόλ. [[διαφεύγω]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀλύω]]<br />to [[flee]] from, [[shun]], [[avoid]], [[forsake]], c. acc., Hom., etc.: [[rarely]] c. gen. to [[flee]] from, Soph.:— absol. to [[escape]], Hom. | |mdlsjtxt=[[ἀλύω]]<br />to [[flee]] from, [[shun]], [[avoid]], [[forsake]], c. acc., Hom., etc.: [[rarely]] c. gen. to [[flee]] from, Soph.:— absol. to [[escape]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
Od.22.363: fut. ἀλύξω Il.10.371, A. Pers.94, S.Ant. 488, etc.; ἀλύξομαι v.l. in Hes.Op.363: aor. ἤλυξα, poet. ἄλυξα, v. infr.:—Med. in compd. ἐξαλύσκω.—Ep. Verb used by A. and S., both in lyr. and dialogue (also in late Prose, Philostr.Her.7):—flee from, shun, c. acc., Il.10.371, Od.12.335, Hes. l.c., Pi.P.8.16, A. Pr.587, etc.: rarely c. gen., S.Ant.488, El.627: abs., escape, ὅθεν οὔπως ἦεν ἀλύξαι Od.22.460; προτὶ ἄστυ ἀλύξαι Il.10.348; ἄλυξεν ἐν Γερήνῳ he escaped by staying in Gerenus, Hes.Fr.16. II = ἀλύω, wander restlessly, A.R.4.57.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [casi siempre en fut. ἀλύξω, o aor. ἤλυξα, ἄλυξα; pres. sólo en Od.22.363, 382, A.R.4.57]
I intr. salvarse, escapar, librarse ὣς ὁ τὸν οὐ δύνατο μάρψαι ποσίν, οὐδ' ὃς ἀλύξαι Il.22.201, μεμαῶτα καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι Od.4.416, αὐτὸς δ' εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς aunque tú mismo te salves, Od.11.113, μοῖρ' ἐστὶν ἀλύξαι Od.5.345, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι de donde no había escapatoria, Od.22.460
•c. constr. prep. μή πως προτὶ ἄστυ ἀλύξῃ Il.10.348, ἄλυξεν ἐν ... Γερήνῳ se salvó en Gereno Hes.Fr.34, διὰ πρηῶνος Nonn.D.32.247
•c. gen. librarse de κακότητος Od.10.409 (ap. crít.), μόρου S.Ant.488, θράσους S.El.627, ἐκ πολέμοιο Q.S.14.399.
II tr.
1 esquivar, eludir, evitar a pers. τὸν μέν τ' ἤλυξε πόδεσσι φεύγων Il.11.476, ἑταίρους Od.12.335, Σκύλλην θ' ἣν οὔ πώ ποτ' ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν Od.23.328, οὔ νιν ἄλυξεν Pi.P.8.16
•esp. a la muerte y la desgracia en sus diversas formas κῆρας Il.15.287, Nic.Th.540, κῆρα μέλαιναν Od.22.363, 382, ὄλεθρον Od.3.297, 12.216, θάνατον καὶ κῆρας Il.21.565, Od.5.387, 17.547, 22.66, h.Cer.262, χρέος καὶ δεσμόν Od.8.353, κακὸν ἦμαρ Od.10.269, μόρον Phryn.Trag.6, ἀπάταν θεοῦ τίς ἀνὴρ ... ἀλύξει; A.Pers.94, ἀράς A.A.1615, τὰς ξενοκτόνους πάλας Lyc.124
•de desgracias, miedos ὅπαι πημονὰς ἀλύξω A.Pr.587, δείματα πατρός A.R.4.735
•en gener. οὐκ ἔστιν ἀλύξαι ἀνθρώποις, ὅ τι Μοῖρα κατὰ κλωστῆρος ἐπείγει Theoc.24.69
•de accidentes atmosféricos χειμερίην κατήλυσιν Simon.59P., θυέλλας A.R.4.585.
2 rondar οὐκ ἄρ' ἐγὼ μούνη μετὰ Λάτμιον ἄντρον ἀλύσκω A.R.4.53.
• Etimología: Cf. ἀλύω.
German (Pape)
[Seite 111] (vgl. ἀλεύω), praes. = zu entkommen suchen, Hom. nur Od. 22, 363. 382 ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν; – of taor., = entkommen, Iliad. 11, 476 τὸν μέν τ' ἤλυξε πόδεσσιν, Od. 3, 297 ἤλυξαν ὄλεθρον; 12, 335 ὅτε ἤλυξα ἑταίρους, als ich den Gefährten aus dem Gesichte gekommen war; 23, 328 ἣν οὔ πώ ποτ' ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν; 10, 269 ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸνἶμαρ; 8, 353 χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας; Iliad. 15, 287κῆρας ἀλύξας; θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας (-ξῃ, -ξαι) Od. 2, 352. 5, 387. 22, 66 Iliad. 21, 565; μή πως προτὶ ἄστυ ἀλύξῃ Iliad. 10, 348; αὐτὸς δ' εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς Od. 1, 113. 12, 140; ὄλεθρον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι 12, 216; ohne Object Iliad. 8, 243 αὐτοὺς ἔασον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι, 22, 201 ἃς ὁ τὸν οὐ δύνατο μάρψαι ποσίν, οὐδ' ὃς ἀλύξαι, Od. 22, 460 ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, 5, 345 ὅθι τοι μοῖρ' ἐστὶν ἀλύξαι, 4, 416 καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι; – fut. Iliad. 10, 371 οὐδέ σέ φημι δηρὸν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἀλύξειν αἰπὺν ὄλεθρον, Od. 17, 547 τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο πᾶσι μάλ', οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξοι, homerisch = ἀλύξειεν ἄν, wird wohl nicht entkommen, vgl. 19, 558 μνηστῆρσι δὲ φαίνετ' ὄλεθρος πᾶσι μάλ', οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει, vgl. ἄν; – Pind. P. 8, 21; Tragg., sp. D.; mit dem gen., μόρου, θράσους. Soph. Ant. 484 El. 617; ἀλύξαι Theocr. 24, 68; ἔκ τινος Qu. Sm. 14, 399; – fut. med. λιμὸν ἀλύξεται Hes. O. 303. – Intrauf. umherirren Ap. Rh. 4, 57. In Prosa bloß Philostr.
French (Bailly abrégé)
f. ἀλύξω et ἀλύξομαι, ao. ἤλυξα, pf. inus.
chercher à fuir, fuir, acc. ; échapper à, gén..
Étymologie: ἀλύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλύσκω: (ᾰ) (fut. ἀλύξω и ἀλύξομαι, aor. ἤλυξα) избегать, спасаться (ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι Hom.; ἀ. τινά (τι) Hom., Hes., Pind., Trag., Theocr. и τινός Soph.): ἀλύξαι προτὶ ἄστυ Hom. укрыться в город(е).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλύσκω: Ὀδ., κτλ.: μέλλ. ἀλύξω, Ἰλ. Κ. 371, Αἰσχύλ. Πέρσ. 94, Σοφ. Ἀντ. 488, κτλ., ἀλλ’ ἀλύξομαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363: ἀόρ. ἤλυξα, Ἐπ. ἄλυξα, Ὅμ., Ἡσ., Αἰσχύλ.: - Μέσ., ἴδε ἐξαλύσκω (ἴδε ἐν λ. ἀλύω). Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφ., ἔν τε λυρ. χωρίοις καὶ ἐν διαλόγῳ, ἀποφεύγω τι, ἀποκλίνω, ἀποχωρῶ, ἐγκαταλείπω· μ. αἰτ., Ἰλ. Κ. 371, Ὀδ. Μ. 335, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 8. 21, Αἰσχύλ. Πρ. 587, κτλ.: σπανίως ὡς τὸ φεύγω, μετὰ γεν., Σοφ. Ἀντ. 488, Ἠλ. 627: - ἀπολ., διαφεύγω, σῴζομαι· ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, Ὀδ. Χ. 460: προτὶ ἄστυ ἀλύξῃ, Ἰλ. Κ. 348· ἄλυξεν ἐν Γερήνῳ, = ἐσώθη διαμείνας ἐν Γερήνῳ, Ἡσ. Ἀποσπ. 45. ΙΙ. εἶμαι ἀνήσυχος, πλανῶμαι ἀνησύχως, ὡς τὸ ἀλύω, ἀλύσσω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 57.
English (Autenrieth)
(ἀλεύομαι), fut. ἀλύξω, aor. ἤλυξα and ἄλυξα: shun, avoid, escape; abs., and with τί, less freq. τινά, ἤλυξα ἑταίρους, ‘evaded their observation,’ Od. 12.335.
English (Slater)
ἀλύσκω escape, avoid Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος οὔ μιν (= Ἡσυχίαν) ᾰλυξεν (P. 8.16)
Greek Monolingual
ἀλύσκω (Α)
(ποιητική λέξη)
1. αποφεύγω, κρατιέμαι μακριά από κίνδυνο
2. διαφεύγω, διασώζομαι φεύγοντας
3. είμαι ανήσυχος, περιφέρομαι αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἄλυξις, ἀλυσκάζω.
Greek Monotonic
ἀλύσκω: μέλ. ἀλύξω, Μέσ. ἀλύξομαι, αόρ. αʹ ἤλυξα, Επικ. ἄλυξα· (ἀλύω)· αποφεύγω, αποκλίνω, αποχωρώ, εγκαταλείπω, με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως με γεν., το «βάζω στα πόδια», σε Σοφ.· απόλ. διαφεύγω, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ἀλύω
to flee from, shun, avoid, forsake, c. acc., Hom., etc.: rarely c. gen. to flee from, Soph.:— absol. to escape, Hom.