ἀπαίδευτος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans instruction <i>ou</i> sans éducation : [[ἀπαίδευτος]] τινος XÉN ignorant en qch;<br /><b>2</b> grossier, stupide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παιδεύω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans instruction <i>ou</i> sans éducation : [[ἀπαίδευτος]] τινος XÉN ignorant en qch;<br /><b>2</b> grossier, stupide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παιδεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαίδευτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[невоспитанный]], [[необразованный]] (Eur., Plat., Arst.; τινος Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[невежественный]], [[грубый]] ([[τύραννος]] Plat.; [[μαρτυρία]] Aeschin.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαίδευτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει λάβει [[εκπαίδευση]], σε Ευρ., Πλάτ.· με γεν., αυτος που δεν έχει ασκηθεί ή λάβει [[καθοδήγηση]] σε [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αμαθής]], [[αδαής]], [[αγροίκος]], [[άξεστος]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., <i>ἀπαιδεύτως ἔχειν</i>, στερούμαι εκπαιδεύσεως, δεν έχω λάβει [[παιδεία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπαίδευτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει λάβει [[εκπαίδευση]], σε Ευρ., Πλάτ.· με γεν., αυτος που δεν έχει ασκηθεί ή λάβει [[καθοδήγηση]] σε [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αμαθής]], [[αδαής]], [[αγροίκος]], [[άξεστος]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., <i>ἀπαιδεύτως ἔχειν</i>, στερούμαι εκπαιδεύσεως, δεν έχω λάβει [[παιδεία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαίδευτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[невоспитанный]], [[необразованный]] (Eur., Plat., Arst.; τινος Xen., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[невежественный]], [[грубый]] ([[τύραννος]] Plat.; [[μαρτυρία]] Aeschin.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαίδευτος Medium diacritics: ἀπαίδευτος Low diacritics: απαίδευτος Capitals: ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apaídeutos Transliteration B: apaideutos Transliteration C: apaideftos Beta Code: a)pai/deutos

English (LSJ)

ον,
A uneducated, παιδεύσωμεν τὸν ἀ. E.Cyc.493, cf. Pl.Tht.175d; πιθανώτεροι οἱ ἀ. τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh.1395b27, cf. E.Hipp. 989: c. gen. rei, uninstructed in .., X.Cyr.3.3.55.
2 boorish, rude, Pl.Grg.510b, etc.; ῥῆμα ἀ. Id.Phdr.269b; ἀπαίδευτος βίος Alex.284; πνεῦμα Philem.213.11; ἀπαίδευτος μαρτυρία clumsy evidence, Aeschin.1.70; ζητήσεις 2 Ep.Ti.2.23: Comp., Nicoch.3.
II Adv. ἀπαιδεύτως Pl.R. 559d; ἀπαιδεύτως ἔχειν E.Ion247, Alex.267.4, cf. Philostr.VA6.36; φληναφᾶσθαι Phld.Rh.1.227S.

Spanish (DGE)

-ον
I 1mal educado, salvaje, grosero de pers., E.Cyc.493, Pl.Tht.175d, Arist.Rh.1395b27, Ph.1.224, LXX Is.26.11, PMasp.353A.23 (VI d.C.)
de cosas basto, grosero ῥῆμα Pl.Phdr.269b, βίος Alex.284
grosero, torpe μαρτυρία Aeschin.1.45
indocto ζητήσεις 2Ep.Ti.223.
2 no dominado ὁργή Trag.Adesp.523, I.AI 19.175.
3 no instruido, desconocedor c. gen. ἀρετῆς X.Cyr.3.3.55, ἀπαίδευτοι καὶ ἀμαθεῖς Plu.2.782e, τὸν ἀμαθῆ καὶ λίαν ἀπαίδευτον Ph.1.218, Ἀφροδίτης Aristaenet.1.4.13.
II adv. ἀπαιδεύτως = sin educación ἔχειν E.Io 247, Alex.267.4, Philostr.VA 6.36, νέος, τεθραμμένος ... ἀ. Pl.R.559d, διδάσκειν Phld.Rh.1.227.

German (Pape)

[Seite 275] ununterrichtet, ungebildet, καὶ ἄγροικος Plat. Theaet. 174 d; = ἀμαθής, Dem. Lpt. 119 u. Sp. – Adv. ἀπαιδεύτως, z. B. ἔχειν Eur. Ion. 247; Soph. frg. 779; τεθραμμένος Plat. Rep. VIII, 559 d. – Compar., Nicochar. bei Schol. Ar. Plut. 179.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans instruction ou sans éducation : ἀπαίδευτος τινος XÉN ignorant en qch;
2 grossier, stupide.
Étymologie: , παιδεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαίδευτος:
1) невоспитанный, необразованный (Eur., Plat., Arst.; τινος Xen., Plut.);
2) невежественный, грубый (τύραννος Plat.; μαρτυρία Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίδευτος: -ον, ὁ μὴ παιδευθείς, παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον Εὐρ. Κύκλ. 492, Πλάτ. κλ.: πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 989: - μ. γεν. πράγμ., ὁ μὴ παιδευθείς, ὁ μὴ ἀσκηθεὶς εἴς τι, τοὺς δὲ ἀπαιδεύτους παντάπασιν ἀρετῆς Ξεν. Κύρ. 3. 3, 55. 2) ἀμαθής, ἄγροικος, σκαιός, Εὐρ. Κύκλ. 493, Πλάτ. Γοργ. 510Β, Φαῖδρ. 269Β· ἀπαίδ. βίος Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 17· ἀπαίδ. μαρτυρία, χονδροειδεστάτη, Αἰσχίν. 7. 12. ΙΙ. Ἐπιρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 559D· ἀπαιδεύτως ἔχειν Εὐρ. Ἴων. 247.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of παιδεύω; uninstructed, i.e. (figuratively) stupid: unlearned.

English (Thayer)

ἀπαίδευτον (παιδεύω), without instruction and discipline, uneducated, ignorant, rude (Winer's Grammar, 96 (92)): ζητήσεις, stupid questions, Euripides) Xenophon down; the Sept.; Josephus.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαίδευτος, -ον)
αμόρφωτος
νεοελλ.
αυτός που δεν πέρασε βάσανα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σε κάτι
2. αδέξιος, άκομψος.

Greek Monotonic

ἀπαίδευτος: -ον,
I. 1. αυτός που δεν έχει λάβει εκπαίδευση, σε Ευρ., Πλάτ.· με γεν., αυτος που δεν έχει ασκηθεί ή λάβει καθοδήγηση σε κάτι, σε Ξεν.
2. αμαθής, αδαής, αγροίκος, άξεστος, σε Ευρ., Πλάτ.
II. επίρρ., ἀπαιδεύτως ἔχειν, στερούμαι εκπαιδεύσεως, δεν έχω λάβει παιδεία, σε Ευρ.

Middle Liddell

παιδεύω
I. uneducated, Eur., Plat.:— c. gen. uninstructed in a thing, Xen.
2. ignorant, boorish, coarse, Eur., Plat.
II. adv., ἀπαιδεύτως ἔχειν to be without education, Eur.

Chinese

原文音譯:¢pa⋯deutoj 阿-派丟拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-打擊 相當於: (אִוֶּלֶת‎) (כְּסִיל‎)
字義溯源:未受教育的,無知識的,無學問的,無學識的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(παιδεύω)=訓練,教養)組成;其中 (παιδεύω)出自(παῖς)*=孩童)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 無學識的(1) 提後2:23

English (Woodhouse)

ignorant, rude, uneducated, unlettered, untaught, untrained, of manners, wanting in education

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

uneducated

Bulgarian: необразован; Czech: nevzdělaný; Dutch: ongeschoold; French: inculte; German: ungebildet; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐌻𐌰𐌹𐍃𐌹𐌸𐍃; Greek: αμόρφωτος; Ancient Greek: ἀπαίδευτος, ἀμαθής; Hungarian: műveletlen, tanulatlan; Irish: gan oideachas, gan scoil, tuatach, lábánta; Italian: incolto; Kazakh: білімсіз; Kyrgyz: билимсиз; Latin: illitteratus, indoctus, ineruditus; Plautdietsch: onbelieet; Portuguese: inculto; Russian: необразованный; Spanish: inculto, sin estudios

boorish

Czech: buranský; Finnish: moukkamainen; French: grossier; German: ungehobelt, rüpelhaft; Greek: αγροίκος; Hungarian: durva, faragatlan, otromba; Indonesian: kampungan; Irish: amhlánta; Italian: zotico, becero, grossolano, rozzo, maleducato; Korean: 촌스러운; Maori: tūhourangi; Norwegian: ubehøvlet, tverr, trumpete; Polish: prostacki, chamski, gburowaty; Portuguese: caipira; Russian: грубый, хамский; Spanish: zafio, cafre, grosero, tosco, maleducado, bruto, bestia, patán, borde; Turkish: kaba, görgüsüz, terbiyesiz