ὑποκλέπτω: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=soustraire, dérober ; <i>Pass.</i> être volé, <i>avec acc. de l'objet dérobé</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλέπτω]].
|btext=soustraire, dérober ; <i>Pass.</i> être volé, <i>avec acc. de l'objet dérobé</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλέπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκλέπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[незаметно похищать]] Pind., Babr.: οἱ τὰς εὐνὰς ὑποκλεπτόμενοι Soph. жертвы супружеской неверности;<br /><b class="num">2)</b> [[утаивать]], [[скрывать]], [[прятать]] (ὀπωπὴν [[φώριον]] Anth.): ὑ. ἑαυτόν Luc. незаметно скрываться; [[φιλία]] ὑποκλεπτομένη Anth. тайная любовь;<br /><b class="num">3)</b> [[обманывать]] (ζῆλόν τινος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]], μικροκλέπτω, [[σουφρώνω]], βουτάω, [[ξαφρίζω]], σε Βάβρ. — Παθ., κλέβομαι, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὑποκλέπτεσθαί τι</i>, εξαπατώμαι, μου αφαιρείται [[κάτι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑποκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]], μικροκλέπτω, [[σουφρώνω]], βουτάω, [[ξαφρίζω]], σε Βάβρ. — Παθ., κλέβομαι, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὑποκλέπτεσθαί τι</i>, εξαπατώμαι, μου αφαιρείται [[κάτι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκλέπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[незаметно похищать]] Pind., Babr.: οἱ τὰς εὐνὰς ὑποκλεπτόμενοι Soph. жертвы супружеской неверности;<br /><b class="num">2)</b> [[утаивать]], [[скрывать]], [[прятать]] (ὀπωπὴν [[φώριον]] Anth.): ὑ. ἑαυτόν Luc. незаметно скрываться; [[φιλία]] ὑποκλεπτομένη Anth. тайная любовь;<br /><b class="num">3)</b> [[обманывать]] (ζῆλόν τινος Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[steal]] [[underhand]], [[filch]], Babr.: —Pass. to be [[stolen]] [[away]], Pind.<br /><b class="num">2.</b> ὑποκλέπτεσθαί τι to be defrauded of a [[thing]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[steal]] [[underhand]], [[filch]], Babr.: —Pass. to be [[stolen]] [[away]], Pind.<br /><b class="num">2.</b> ὑποκλέπτεσθαί τι to be defrauded of a [[thing]], Soph.
}}
}}

Revision as of 22:02, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλέπτω Medium diacritics: ὑποκλέπτω Low diacritics: υποκλέπτω Capitals: ΥΠΟΚΛΕΠΤΩ
Transliteration A: hypokléptō Transliteration B: hypokleptō Transliteration C: ypoklepto Beta Code: u(pokle/ptw

English (LSJ)

A steal from under, ᾠά Dionys.Av.1.11; draw off superfluous humous, κατὰ μέρος ὑ. Alex. Trall.12.1, cf. 1.10, Febr.5,7; ὑ. ἑαυτόν steal away from another's company, Luc.DMeretr.10.3:— Pass., to be stolen away, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κλέπτεται Pi.N.9.33, cf. PFreib.11.6 (iii A. D.). 2 ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς suffer dishonour by stealth, S.El.114 (anap.). II keep secret, ἕλκος Musae.85; conceal from notice, ἐρευθιόωσαν παρειήν Id.161; εἰ διὰ βραχύτητα τοῦ πνεύματος ὑποκλέπτοι καὶ κωλύοι τὰ λεγόμενα muffle his words, Antyll. ap. Orib.6.10.7; ὑ. ὀπωπήν take a stolen look, AP5.220 (Paul. Sil.), cf. 289 (Id.); φιλίη ὑποκλεπτομένη ib. 266 (Agath.). 2 cheat, beguile, ζῆλόν τινος ib.268 (Id.). 3 Med., disregard, τὰς παρὰ μικρὸν διαφοράς Dam.Pr.88.

German (Pape)

[Seite 1220] darunter wegstehlen, heimlich entwenden; Pind. in tmesi, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται N. 9, 33, nach Böckh; εὐνὰς ὑποκλεπτομένους, heimlich, hinterlistig des Lagers beraubt, Soph. El. 114; verbergen, verhehlen, ἕλκος Mus. 85; ζῆλον Agath. 9 (V, 269); ὑποκλεπτομένη φιλίη, verstohlen, 18 (V, 267), u. öfter; auch in sp. Prosa, wie Luc. D. Mer. 10.

French (Bailly abrégé)

soustraire, dérober ; Pass. être volé, avec acc. de l'objet dérobé.
Étymologie: ὑπό, κλέπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλέπτω:
1) незаметно похищать Pind., Babr.: οἱ τὰς εὐνὰς ὑποκλεπτόμενοι Soph. жертвы супружеской неверности;
2) утаивать, скрывать, прятать (ὀπωπὴν φώριον Anth.): ὑ. ἑαυτόν Luc. незаметно скрываться; φιλία ὑποκλεπτομένη Anth. тайная любовь;
3) обманывать (ζῆλόν τινος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλέπτω: μέλλ. -ψω, κλέπτω κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, διαφεύγω ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν αὐτοῦ, ταῦτά σοι μόλις ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ ἀποκρύπτω ὥστε νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι αὐτόθι 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, ῥίπτω βλέμμα κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη αὐτόθι 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος αὐτόθι 269.

Greek Monolingual

ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν
οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο
νεοελλ.
1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και του πρωθυπουργού»)
2. αποσπώ κάτι παραπειστικώς, πετυχαίνω κάτι με αθέμιτο τρόπο («υπέκλεψε την υπογραφή του πατέρα του»)
3. εξοικονομώ κάτι για να το διαθέσω αλλού
μσν.
1. λεηλατώ
2. παίρνω με το μέρος μου, μεταπείθω
μσν.-αρχ.
1. αποκρύπτω
2. εξαπατώ
3. παραβλέπω, παραμελώ
αρχ.
1. διαφεύγω από την προσοχή κάποιου, ξεφεύγω («ταῡτά σοι μόλις ἔγραψα ὑποκλέψας ἑμαυτόν», Λουκιαν.)
2. μέσ. ὑποκλέπτομαι
(σε συνεκφορά με το εὐνάς) αποστερούμαι την κλίνη μου με κρυφό και πανούργο τρόπο.

Greek Monotonic

ὑποκλέπτω: μέλ. -ψω,
1. κλέβω κρυφά, μικροκλέπτω, σουφρώνω, βουτάω, ξαφρίζω, σε Βάβρ. — Παθ., κλέβομαι, σε Πίνδ.
2. ὑποκλέπτεσθαί τι, εξαπατώμαι, μου αφαιρείται κάτι, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
1. to steal underhand, filch, Babr.: —Pass. to be stolen away, Pind.
2. ὑποκλέπτεσθαί τι to be defrauded of a thing, Soph.