ὑπόστρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποστρώννυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποστρώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόστρωμα:''' ατος τό подстилка (τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόστρωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε στρώνεται, τοποθετείται από [[κάτω]], [[στρώμα]], [[στρωμνή]], στρωσίδια, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπόστρωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε στρώνεται, τοποθετείται από [[κάτω]], [[στρώμα]], [[στρωμνή]], στρωσίδια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόστρωμα:''' ατος τό подстилка (τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπόστρωμα]], ατος, τό,<br />that [[which]] is [[spread]] under, a bed, [[litter]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ὑπόστρωμα]], ατος, τό,<br />that [[which]] is [[spread]] under, a bed, [[litter]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόστρωμα Medium diacritics: ὑπόστρωμα Low diacritics: υπόστρωμα Capitals: ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ
Transliteration A: hypóstrōma Transliteration B: hypostrōma Transliteration C: ypostroma Beta Code: u(po/strwma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is spread under, bedding, litter, ἵππου X.Eq.5.2, cf. Dsc.1.103, Peripl.M.Rubr.65.

German (Pape)

[Seite 1234] τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière.
Étymologie: ὑποστρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόστρωμα: ατος τό подстилка (τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόστρωμα: τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται ὑποκάτω, στρῶμα, στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ σάγμα στρῶμα, Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4.

Greek Monolingual

το / ὑπόστρωμα, -ώματος, ΝΜΑ ὑποστρώννυμι
1. καθετί που στρώνεται από κάτω
2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῦ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. το υπέδαφος
2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος του πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ανώτατο κατάστρωμα, κν. κουραδούρος
3. (βιοχ.) μόριο ή μόρια στα οποία ένα ένζυμο ασκεί την καταλυτική του βιοχημική δράση
4. (μικρβλ.) α) υλικό στο οποίο προστίθεται ή το οποίο περιέχει ένα θρεπτικό διάλυμα και το οποίο χρησιμοποιείται ως μέσο καλλιέργειας ενός μικροοργανισμού
β) κάθε ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μικροοργανισμούς ως πηγή τροφής και, κατ' επέκταση, κάθε υλικό πάνω στο οποίο, εμφανίζεται ένας μικροοργανισμός
4. ιατρ. το σύνολο τών γενετικών, φυσιολογικών, ιστολογικών και βιοχημικών συνθηκών οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων νόσων
5. (βοτ.-ζωολ.) η βάση, λ.χ. το έδαφος ή ένας βράχος, πάνω στην οποία είναι στερεωμένο ένα φυτό ή ένα εδραίο ζώο
6. χημ. ένα από τα αντιδρώντα σώματα μιας χημικής αντίδρασης, το οποίο υφίσταται ορισμένη μεταβολή της χημικής δομής του
7. γλωσσ. τα στοιχεία που απαντούν σε μια γλώσσα και δεν μπορεί να ερμηνευθούν από την ίδια αυτή γλώσσα ή από άλλη της ίδιας γλωσσικής οικογένειας και τα οποία θεωρείται ότι ανήκουν σε μια παλαιότερη γλώσσα που προϋπήρξε και της οποίας οι ομιλητές εξέλιπαν απότομα ύστερα από μια κατάκτηση, θεομηνία ή οποιονδήποτε άλλο λόγο
8. γεωλ. στρώμα πάνω στο οποίο έχει αποτεθεί ένα άλλο στρώμα
9. μτφ. το πραγματικό αλλά αφανές αίτιο μιας ενέργειας ή πράξης
10. φρ. «υπόστρωμα καταλύτη»
χημ. αδρανές υλικό πάνω στο οποίο αποτίθεται ένας ενεργός καταλύτης προκειμένου να αυξηθεί το εμβαδόν της επιφάνειάς του και, κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητά του
μσν.
κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποστρώννυμι. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. substrate / substratum].

Greek Monotonic

ὑπόστρωμα: -ατος, τό, οτιδήποτε στρώνεται, τοποθετείται από κάτω, στρώμα, στρωμνή, στρωσίδια, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπόστρωμα, ατος, τό,
that which is spread under, a bed, litter, Xen.