σύντριμμα: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sÚntrimma 尋-特淋馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-磨損<br />'''字義溯源''':衝擊,完全的破碎,毀壞,災禍,破壞,殘害;源自([[συντρίβω]])=徹底的壓碎),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[τρίβος]])=路徑,走踏成路)組成,而 ([[τρίβος]])出自([[τρίβος]])X*=磨擦)。參讀 ([[ἀπώλεια]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 殘害(1) 羅3:16 | |sngr='''原文音譯''':sÚntrimma 尋-特淋馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-磨損<br />'''字義溯源''':衝擊,完全的破碎,毀壞,災禍,破壞,殘害;源自([[συντρίβω]])=徹底的壓碎),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[τρίβος]])=路徑,走踏成路)組成,而 ([[τρίβος]])出自([[τρίβος]])X*=磨擦)。參讀 ([[ἀπώλεια]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 殘害(1) 羅3:16 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[συντρίβω]] → σύν + [[τρίβω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:38, 14 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A fracture, Arist.Aud.802a34, LXX Le.21.19, Gal.18(2).850; abrasion, Asclep.Jun. ap. eund.13.346. II affliction, ruin, LXXIs.59.7, Je.3.22. III collection, ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (v.l. σύστρεμμα, q.v.) ib.Nu.32.14.
German (Pape)
[Seite 1037] τό, das Zerriebene, Zerbrochene, der Bruch, Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie N. T.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύντριμμα -ατος, τό [συντρίβω] vernieling.
Russian (Dvoretsky)
σύντριμμα: ατος τό
1) щель, трещина: σ. ἔχειν Arst. дать трещину, быть расколотым;
2) разрушение (σ. καὶ ταλαιπωρία NT).
Greek (Liddell-Scott)
σύντριμμα: τό, κάταγμα, ἐὰν μή τι ἔχῃ σύντριμμα τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 34, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΑ΄, 19). ΙΙ. καταστροφή, ὄλεθρος, αὐτόθι (Ἡσαΐ. ΝΘ΄, 7, Ἱερεμ. Γ΄, 22).
English (Strong)
from συντρίβω; concussion or utter fracture (properly, concretely), i.e. complete ruin: destruction.
English (Thayer)
συντρίμματος, τό (συντρίβω), the Sept. chiefly for שֶׁבֶר);
1. that which is broken or shattered, a fracture: Aristotle, de audibil., p. 802{a}, 34; of a broken limb, the Sept. calamity, ruin, destruction: שֹׁד, a devastation, laying waste, as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).
Greek Monolingual
το, ΝΑ συντρίβω
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα»)
2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα του βάζου»)
3. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ράκος
αρχ.
1. θραύση, θρυμματισμός, κομμάτιασμα
2. κάταγμα
3. άθροισμα
4. λείανση, ξύσιμο
5. μτφ. α) συντριβή, όλεθρος, πανωλεθρία
β) βαριά λύπη, πίκρα.
Chinese
原文音譯:sÚntrimma 尋-特淋馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-磨損
字義溯源:衝擊,完全的破碎,毀壞,災禍,破壞,殘害;源自(συντρίβω)=徹底的壓碎),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成,而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)。參讀 (ἀπώλεια)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 殘害(1) 羅3:16
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συντρίβω → σύν + τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.