κιθαρίζω: Difference between revisions Search Google

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "down" to "down")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[present]] [[passive]] participle κιθαριζόμενος; to [[play]] [[upon]] the [[harp]] ([[see]] the [[preceding]] [[word]])): [[with]] ἐν ταῖς κιθάραις added (A. V. [[harping]] [[with]] [[their]] harps), τό κιθαριζόμενον, [[what]] is harped, [[Homer]], Iliad 18,570 [[down]].)
|txtha=[[present]] [[passive]] participle κιθαριζόμενος; to [[play]] [[upon]] the [[harp]] ([[see]] the [[preceding]] [[word]])): [[with]] ἐν ταῖς κιθάραις added (A. V. [[harping]] [[with]] [[their]] harps), τό κιθαριζόμενον, [[what]] is harped, [[Homer]], Iliad 18,570 down.)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:55, 20 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθαρίζω Medium diacritics: κιθαρίζω Low diacritics: κιθαρίζω Capitals: ΚΙΘΑΡΙΖΩ
Transliteration A: kitharízō Transliteration B: kitharizō Transliteration C: kitharizo Beta Code: kiqari/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ Antiph. 141: (κίθαρις):—play the cithara, φόρμιγγι… ἱμερόεν κιθάριζε Il.18.570, Hes.Sc.202; λύρῃ δ' ἐρατὸν κιθαρίζων h.Merc.423; ἕρπει ἄντα τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίσδεν Alcm.35, cf. X.Smp.3.1, Oec.2.13; ᾄδειν καὶ κ. Phld.Mus.7 K.; κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταμαι I am not a 'high-brow', Ar.V.989, cf. 959; ἀρχαῖον εἶν' ἔφασκε τὸ κ. Id.Nu.1357: prov., ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος, like ὄνος πρὸς λύραν (v. λύρα), Luc.Pseudol.7; τὸ κιθαριζόμενον music composed for the cithara, Plu.2.1144d.

German (Pape)

[Seite 1437] die Cither u. übh. ein Saiteninstrument spielen; φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιθάριζε Il. 18, 569, wie Hes. Sc. 201; λύρῃ H. h. Merc. 423, wie Xen. Conv. 3, 1; ποικίλον Pind. N. 4, 14; Plat. Prot. 326 a u. öfter; πρὸς τὴν ᾠδήν Alc. I, 129 c, wie Sp.; τί σοι Ἀπόλλων κεκιθάρικε Soph. fr. 18, vorgesungen u. geweissagt; – κιθαρίζομαι, sich auf der Cither vorspielen lassen, τὸ κιθαριζόμενον, das auf der Cither gespielte Stück, Plut. mus. 36. – Sprichwörtlich ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος Luc. Pseudol. 7.

French (Bailly abrégé)

1 jouer de la cithare, du luth ; Pass. τὸ κιθαριζόμενον PLUT ce qu’on joue sur la cithare;
2 p. ext. jouer d'un instrument à cordes en gén.
Étymologie: κιθάρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαρίζω [κίθαρις] citer spelen:. κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται citer spelen kan hij niet (hij is niet hoog opgeleid) Aristoph. Ve. 959.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰρίζω: играть (на струнном инструменте) (φόρμιγγι Hom., Hes.; λύρῃ HH; ἐν ταῖς κιθάραις NT): κ. οὐκ ἐπίσταται погов. Arph. играть он не умеет, т. е. он неучен; ὄνος κ. πειρώμενος погов. Luc. осел, пытающийся играть на кифаре.

English (Autenrieth)

play on the cithara, play; φόρμιγγι, Il. 18.570†. (See cut, representing a Greek woman.)

English (Slater)

κῐθᾰρίζω play on the lyre ποικίλον κιθαρίζων, θαμά κε τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.14)

English (Strong)

from κιθάρα; to play on a lyre: harp.

English (Thayer)

present passive participle κιθαριζόμενος; to play upon the harp (see the preceding word)): with ἐν ταῖς κιθάραις added (A. V. harping with their harps), τό κιθαριζόμενον, what is harped, Homer, Iliad 18,570 down.)

Greek Monolingual

(ΑΜ κιθαρίζω) κιθάρα
παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. κιθαρίζομαι
(για μουσική ή μελωδία) έχω συντεθεί για κιθάρα, παίζομαι στην κιθάρα («κιθαριζόμενον ποίημα», Πλούτ.)
3. φρ. «κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται» — για άμουσο και απαίδευτο άνθρωπο, Αριστοφ.
4. παροιμ. «ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος» — για θέαμα που προκαλεί το γέλιο (Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κῐθᾰρίζω: μέλ. -ίσω (κίθαρις), παίζω την κιθάρα, φόρμιγγι κιθάριζε, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· λύρῃ ἐρατὸν κιθαρίζων, σε Ομηρ. Ύμν.· (έτσι ώστε δεν υπήρχε ιδιαίτερη διαφορά ανάμεσα στο κιθάρα, λύρα και φόρμιγξκιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται, λέγεται για αμόρφωτο άνθρωπο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰρίζω: μέλλ. -ίσω, (κίθαρις) παίζω τὴν κιθάραν ἢ ἐν γένει μουσικὸν ὄργανον, φόρμιγγι... ἱμερόεν κιθάριζε Ἰλ. Σ. 570, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 202· οὕτω, λύρῃ δ’ ἐρατὸν κιθαρίζων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἕρμ. 423, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 3, 1, Οἰκ. 2, 13· ὥστε ἀδύνατον νὰ ὑπῆρχε μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ κιθάρας, λύρας καὶ φόρμιγγος (ἰδὲ ἐν λέξ.)· κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται, ἐπὶ ἀπαιδεύτου ἀνθρώπου (ὡς λέγει ὁ Κικέρων, Themistocles, cum lyram recusasset, habitus est indoctior), Ἀριστοφ. Σφ. 959, πρβλ. 989· ἀλλὰ τὸ τοιοῦτο τεκμήριον παιδείας κατὰ μικρὸν ἀπέβαλε τὴν σημασίαν του, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1357· παροιμ., ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος, ὡς τὸ ὄνος πρὸς λύραν (ἰδὲ ἐν λέξ. λύρα), Λουκ. Ψευδολ. 7. ― Παθ., ἐπὶ μουσικῆς ἢ μελῳδίας, παίζομαι εἰς τὴν κιθάραν, Πλούτ. 2. 1144D.

Middle Liddell

κῐθᾰρίζω, κίθαρις
to play the cithara, φόρμιγγι κιθάριζε Il., Hes.; λύρῃ ἐρατὸν κιθαρίζων Hhymn. (so that there can have been no great difference between the κιθάρα, λύρα, and φόρμιγξ); κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταται, of an uneducated person, Ar.

Chinese

原文音譯:kiqar⋯zw 企他里索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:豎琴(化)
字義溯源:彈豎琴,彈七絃琴,彈;源自(κιθάρα)*=豎琴)。參讀 (κιθάρα)同源字
出現次數:總共(2);林前(1);啓(1)
譯字彙編
1) 所彈的(2) 林前14:7; 啓14:2