ἀνίκατος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
mNo edit summary
 
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνίκᾱτος:''' дор. = [[ἀνίκητος]].
|elrutext='''ἀνίκᾱτος:''' дор. = [[ἀνίκητος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνίκητος]] και αρχ. δωρ. τ. [[ἀνίκατος]], -ον)<br />[[αήττητος]], [[ακατάβλητος]], αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνίκητον</i><br />το [[άνηθο]].
}}
{{trml
|trtx====[[invincible]]===
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: [[onoverwinnelijk]], [[onoverwinnelijke]]; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: [[invincible]]; German: [[unbesiegbar]]; Greek: [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακατανίκητος]], [[ανίκητος]], [[ανυπέρβλητος]], [[απόρθητος]]; Ancient Greek: [[ἀάατος]], [[ἀγναμπτοπόλεμος]], [[ἀδάμας]], [[ἀδάματος]], [[ἀδαμής]], [[ἀδήριτος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀπάλαιστος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπολέμητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἄπορος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀτρίακτος]], [[αὐτόλιθος]], [[ἀχείρωτος]], [[δυσανταγώνιστος]], [[δυσέλεγκτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσνίκητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[δυσπολέμητος]], [[κραταιός]], [[ὑπέρβιος]]; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: [[invincibile]], [[imbattibile]]; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: [[invictus]]; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: [[invencível]]; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: [[непобедимый]]; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: [[invencible]]; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний
}}
}}

Latest revision as of 09:51, 21 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίκατος Medium diacritics: ἀνίκατος Low diacritics: ανίκατος Capitals: ΑΝΙΚΑΤΟΣ
Transliteration A: aníkatos Transliteration B: anikatos Transliteration C: anikatos Beta Code: a)ni/katos

English (LSJ)

Doric for ἀνίκητος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἀνίκητος.

English (Slater)

ᾰνῑκᾱτος, -ον unconquerable, with hypallage “βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” (P. 4.91)

Russian (Dvoretsky)

ἀνίκᾱτος: дор. = ἀνίκητος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνίκητος και αρχ. δωρ. τ. ἀνίκατος, -ον)
αήττητος, ακατάβλητος, αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνίκητον
το άνηθο.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний