ἐφέδρα: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efedra | |Transliteration C=efedra | ||
|Beta Code=e)fe/dra | |Beta Code=e)fe/dra | ||
|Definition=Ion, ἐπέδρη, ἡ, < | |Definition=Ion, [[ἐπέδρη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[sitting by]] or [[sitting before]] a place: hence, [[siege]], [[blockade]], Hdt.1.17; ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65; [[observation]] of a [[besieged]] place, Ath.Mech.18.14 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[sitting upon]], Pl.''Plt.'' 288a.<br><span class="bld">II</span> [[stable]], Phleg.''Mir.''3.<br><span class="bld">2</span> [[base]], Hero ''Spir.''1.30.<br><span class="bld">3</span> [[surface]] of a [[threshold]], ''Rev.Phil.''44.249 (Didyma, ii B.C.).<br><span class="bld">III</span> a plant, = [[ἵππουρις]], Hsch., Plin.''HN''26.36, Ps.-Dsc.4.46. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:06, 21 November 2022
English (LSJ)
Ion, ἐπέδρη, ἡ,
A sitting by or sitting before a place: hence, siege, blockade, Hdt.1.17; ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65; observation of a besieged place, Ath.Mech.18.14 (pl.).
2 sitting upon, Pl.Plt. 288a.
II stable, Phleg.Mir.3.
2 base, Hero Spir.1.30.
3 surface of a threshold, Rev.Phil.44.249 (Didyma, ii B.C.).
III a plant, = ἵππουρις, Hsch., Plin.HN26.36, Ps.-Dsc.4.46.
German (Pape)
[Seite 1113] ἡ, das Dabeisitzen, die Belagerung, Her. 1, 17. 5, 65, in ion. Form ἐπέδρη. – Das Daraufsitzen, Plat. Polit. 288 a. – Eine Pflanze, = ἵππουρις, Hesych.; vgl. Plin. H. N. 26, 7, 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’assiéger.
Étymologie: ἐπί, ἕδρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐφέδρα: ион. ἐπέδρη ἡ
1) сидение (ὄχημα ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστί Plat.);
2) осада (ἐπέδρην ποιεῖσθαι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέδρα: Ἰων. ἐπέδρη, ἡ, τὸ ἐφεδρεύειν, παραμένειν πλησίον τόπου τινός· ἐντεῦθεν, πολιορκία, ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) κάθισις ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, διότι πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. σταθμός, «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20.
Greek Monolingual
η (Α ἐφέδρα, ιων. τ. επέδρη)) εφέζομαι
νεοελλ.
γένος γυμνόσπερμων φυτών, το μόνο μέλος της οικογένειας εφεδρίδες και της τάξης εφεδρώδη
αρχ.
1. το να κάθεται κάποιος πάνω σε ένα μέρος, το καθισιό
2. πολιορκία, αποκλεισμός («ἐπέδρην ποιήσασθαι», Ηρόδ.)
3. περιφρούρηση πολιορκημένου μέρους
4. βάση, υποστήριγμα
5. (για άλογα) στάβλος
6. η επιφάνεια του κατωφλιού
7. βοτ. το φυτό ίππουρις.
Greek Monotonic
ἐφέδρα: Ιων. ἐπ-έδρη, ἡ, παραμονή σε ή μπροστά από τόπο, πολιορκία, αποκλεισμός, Λατ. obsessio, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
a sitting by or before a place: a siege, blockade, Lat. obsessio, Hdt.