ὑπεκφέρω: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ὑπεξέφερον, <i>poét.</i> ὑπεκφέρον;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> porter un peu <i>ou</i> doucement;<br /><b>2</b> emporter secrètement : υἱὸν ὑπ. πολέμοιο IL son fils hors du combat;<br /><b>3</b> emporter doucement;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se porter en avant, être en avance : ἡμέρης ὁδῷ HDT d'une journée de marche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκφέρω]]. | |btext=<i>impf.</i> ὑπεξέφερον, <i>poét.</i> ὑπεκφέρον;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> porter un peu <i>ou</i> doucement;<br /><b>2</b> emporter secrètement : υἱὸν ὑπ. πολέμοιο IL son fils hors du combat;<br /><b>3</b> [[emporter doucement]];<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se porter en avant, être en avance : ἡμέρης ὁδῷ HDT d'une journée de marche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκφέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:07, 28 November 2022
English (LSJ)
A carry out a little, ὑπεξέφερεν σάκος lifted it a little outwards, so that Teucer could take shelter under it, Il.8.268. II carry out from under, carry off, so as to be out of danger, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο 5.318; τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται 15.628: generally, carry away, bear onward, ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (sc. αὐτούς) Od.3.496; ἵππος ὑ. τὸν ἄνδρα Plu.Luc.17; πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον A.R.1.1264. 2 eliminate insensibly, Ruf.Ren.Ves.3.3. III intr., ὑ. ἡμέρης ὁδῷ get on before, have the start by a day's journey, Hdt.4.125. IV endure, πόνους Lesb.Rh.2.7. V v.l. for ὑπεξέφυγεν in Il.22.202.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. φέρω), ein wenig hinwegtragen, heben, σάκος Il. 7, 268; – darunter heraus od. heimlich wegtragen, aus einer Gefahr, τινὰ πολέμοιο, Il. 5, 318, vgl. 15, 628; – davontragen, Od. 3, 496. – Intr., ὑπεκφέρειν ἡμέρης ὁδῷ, um eine Tagereise voraneilen, im Vorsprunge sein, Her. 4, 125; Sp.
French (Bailly abrégé)
impf. ὑπεξέφερον, poét. ὑπεκφέρον;
I. tr. 1 porter un peu ou doucement;
2 emporter secrètement : υἱὸν ὑπ. πολέμοιο IL son fils hors du combat;
3 emporter doucement;
II. intr. se porter en avant, être en avance : ἡμέρης ὁδῷ HDT d'une journée de marche.
Étymologie: ὑπό, ἐκφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκφέρω:
1 тайно уносить (υἱὸν πολέμοιο Hom.);
2 приподнимать (σάκος Hom.);
3 уносить Hom.: ὁ ὑπεκφέρων τὸν ἄνδρα ἵππος Plut. уносящий его (верховой) конь;
4 быть впереди, опережать: ὑ. ἡμέρης ὁδῷ Her. быть впереди на расстоянии одного дня пути.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκφέρω: φέρω ἠρέμα ἐπὶ τὰ ἔξω, ὑπεξέφερεν σάκος, μετεκίνησεν αὐτὸ ὀλίγον πρὸ τὰ ἔξω ὥστε νὰ δυνηθῇ ὁ Τεῦκρος νὰ κρυβῇ ὄπισθεν αὐτοῦ, Ἰλ. Θ. 268· ― ἐν Χ. 202, Κῆρας ὑπεξέφερεν θανάτοιο, ἡ λέξις δυσκόλως δύναται νὰ σημαίνῃ (ὡς ὁ Heyne ἡρμήνευσεν) ἀνέβαλεν, ἐβράδυνε, καὶ ἤδη ἐγένετο δεκτὴ ἡ γραφὴ ὑπεξέφυγεν. ΙΙ. ἐξάγω, ἀπομακρύνω κρυφίως, ὥστε νὰ εἶναι ἐκτὸς κινδύνου, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο Ἰλ. Ε. 319· τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· καθόλου, ἀποσύρω, ἀπομακρύνω, τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (ἐξυπακ. αὐτοὺς) Ὀδ. Γ. 496· ἵππος ὑπ. τὸν ἄνδρα Πλουτ. Λουκουλλ. 17· πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1264. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ὑπ. ἡμέρης ὁδῷ, προηγοῦμαι κατὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 4. 125, ὅπερ ἐν 4. 120 ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἡμέρας ὁδῷ προέχειν τινός.
English (Autenrieth)
ipf. ὑπεξέφερον and ὑπέκφερον: bear out from under, carry away; apparently intrans., ‘bear forward,’ Od. 3.496.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω λίγο προς τα έξω
2. απομακρύνω κρυφά κάποιον ή κάτι, ώστε να είναι εκτός κινδύνου («φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο», Ομ. Ιλ.)
3. (γενικά) αποσύρω, απομακρύνω
4. υπομένω
5. περιορίζω ανεπαίσθητα
6. (αμτβ.) προηγούμαι, προπορεύομαι («ἐντυχὼν δὲ ἐδίωκε ὑπεκφέροντας ἡμέρης ὁδῷ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφέρω «φέρνω προς τα έξω, εξάγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκφέρω: μέλ. -εξοίσω,
I. μεταφέρω λίγο προς τα έξω, ὑπεξέφερεν σάκος, τον μετακίνησε λίγο προς τα έξω, έτσι ώστε να μπορέσει ο Τεύκρος να βρει καταφύγιο κάτω του, σε Ομήρ. Ιλ.
II. απομακρύνω με μυστικότητα, υἱὸν ὑπεξέφερε πολέμοιο, στο ίδ.· αποσύρω, απομακρύνω, μεταφέρω προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Οδ.
III. αμτβ., ὑπεκφέρω ἡμέρης ὁδῷ, προηγούμαι, έχω προβάδισμα μιας ημέρας ταξίδι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -εξοίσω
I. to carry out a little, ὑπεξέφερεν σάκος lifted it a little outwards, so that Teucer could take shelter under it, Il.
II. to carry out from under, υἱὸν ὑπεξέφερε πολέμοιο Il.: to carry away, bear onward, Od.
III. intr., ὑπ. ἡμέρης ὁδῷ to get the start by a day's journey, Hdt.