κτήσιος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d'un animal domestique, <i>càd</i> d'une brebis;<br /><b>2</b> qui concerne le foyer | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d'un animal domestique, <i>càd</i> d'une brebis;<br /><b>2</b> [[qui concerne le foyer domestique]] : Ζεὺς [[κτήσιος]] ESCHL <i>ou simpl.</i> ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : [[κτήσιος]] [[βωμός]] ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 08:55, 10 December 2022
English (LSJ)
α, ον, (κτῆσις) A belonging to property, χρήματα κτήσια property, A.Ag.1009 (lyr.); κτήσιον βοτόν a sheep of one's own flock, S.Tr. 690. II domestic, Ζεὺς Κτήσιος = the protector of house and property, A. Supp.445, Hp.Insomn.89, Orac. ap. D.21.53, Antipho 1.16: pl., τοὺς κ. Δίας Anticl.13; also Ἀθηνᾶ κτησίη Hp.l.c.; ὁ θεὸς ὁ κτήσιος Plu.2.828a; κτήσιος βωμός the altar of Ζεὺς Κτήσιος, A.Ag.1038; θεοὶ κτήσιοι = Lat. Penates, D.H. 8.41.
German (Pape)
[Seite 1519] zum Eigenthum, Vermögen gehörig; χρήματα Aesch. Ag. 981; κτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. Tr. 687. – Auch Ζεύς, Aesch. Suppl. 440, der das Eigenthum schützt, = ἑρκεῖος, Ath. XI, 473 b; s. noch Antiph. 1, 16 u. bes. Is. 8, 16, wo zu ihm gefleht wird ὑγίειαν διδόναι καὶ κτῆσιν ἀγαθήν, u. Harpocr.; u. so βωμός κτ. Aesch. Ag. 1008. – Θεοὶ κτήσιοι, die Hausgötter, deren Bilder auf dem Heerde standen, die Penaten, D. Hal. 8, 41, nach 1, 67 die Röm. penates. – Ἑρμῆς κτήσιος, der Eigenthum, Vermögen verleihende, so erklärt man θεὸς κτ. Plut. de vit. aer. al. 2, wie auch Ζεὺς κτήσιος. – Auch Κύπρις κτησία, als Beschützerinn der Hetären, Leon. Tar. 5 (VI, 211).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d'un animal domestique, càd d'une brebis;
2 qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς κτήσιος ESCHL ou simpl. ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : κτήσιος βωμός ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.
Étymologie: κτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτήσιος -α -ον [κτῆσις] tot het eigen bezit behorend, eigen;. χρημάτων κτησίων van eigen bezittingen Aeschl. Ag. 1009; κτησίου βοτοῦ van ons eigen vee Soph. Tr. 690. die het familiebezit beschermt (vooral als epithet van Zeus, ook van Athene);. κτησίου βωμοῦ πέλας dichtbij het beschermende altaar (d.w.z. van Zeus Ktesios) Aeschl. Ag. 1038.
Russian (Dvoretsky)
κτήσιος:
1 находящийся в личной собственности, собственный (χρήματα Aesch.): χτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. шерсть, (полученная от) собственного стада;
2 стоящий на страже домашнего очага (Ζεύς, βωμός Aesch.): Κύπρις κτησία (v.l. Κρησία) Anth. Киприда, покровительница гетер.
Greek (Liddell-Scott)
κτήσιος: -α, -ον, (κτῆσις) ἀνήκων εἰς περιουσίαν, χρήματα κτ., περιουσία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1009· κτήσιον βοτόν, πρόβατον τῆς ποίμνης τινός, Σοφ. Τρ. 690. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν τινός, οἰκεῖος, Λατ. penetralis, Ζεὺς κτήσιος, ὁ προστάτης τῆς οἰκίας καὶ τῆς περιουσίας, Ἱππ. 378. 29, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 445, πρβλ. Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 28, Ἀντιφῶν 113. 12, Ἀθήν. 473Β· καλούμενος ἁπλῶς, ὁ Κτήσιος, Πλούτ. 2. 828Α· κτ. βωμός, ὁ βωμὸς τοῦ Διός, κτησίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1038· ― ἀλλά, Κύπρις κτησία, ὡς προστάτις τῶν πορνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 211 (κοινῶς γνησία)· θεοὶ κτήσιοι = οἱ παρὰ Λατίνοις Penates, Διον. Ἀλ. 8. 41.
Greek Monolingual
κτήσιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση ή στο κτήμα, στην περιουσία («χρημάτων κτησίων», Αισχύλ.)
2. (για τον Δία) προστάτης της ιδιοκτησίας («ἀγγεῖον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)
3. (για την Αφροδίτη) η προστάτιδα τών εταιρών, τών πορνών
4. (ως προσωνυμία του Ερμή) ὁ Κτήσιος
αυτός που παρέχει, που χαρίζει περιουσία («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῦ πωλεῖν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», Πλούτ.)
5. φρ. α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων
β) «κτήσιος βωμός» — ο βωμός του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτήτ-ιος, με συριστικοποίηση, < κτητός (πρβλ. δημόσιος), με πιθανή επίδραση του κτῆσις.
Greek Monotonic
κτήσιος: -α, -ον (κτάομαι),
I. αυτός που ανήκει στην ιδιοκτησία, χρήματα κτ., περιουσία, σε Αισχύλ.· κτ. βοτόν, το πρόβατο από το κοπάδι κάποιου, σε Σοφ.
II. αυτός που ανήκει στο σπίτι, Ζεὺς κτήσιος, ο προστάτης της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ. βωμός, ο βωμός του Διὸς κτησίου, στον ίδ.
Middle Liddell
κτήσιος, η, ον κτάομαι
I. belonging to property, χρήματα κτ. property, Aesch.; κτ. βοτόν a sheep of one's own flock, Soph.
II. belonging to one's house, Ζεὺς κτήσιος the protector of property, Aesch.; κτ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, Aesch.