ἐπιφοιτάω: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[venir de nouveau]] <i>ou</i> souvent dans un lieu, fréquenter : ἐπ. [[ἐς]] τὴν ἄλλην Πελοπόννησον THC fréquenter le reste du Péloponnèse ; <i>avec idée | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[venir de nouveau]] <i>ou</i> souvent dans un lieu, fréquenter : ἐπ. [[ἐς]] τὴν ἄλλην Πελοπόννησον THC fréquenter le reste du Péloponnèse ; <i>avec idée d'hostilité</i> faire des incursions dans un pays ennemi;<br /><b>2</b> [[venir vers]], [[visiter]] ; <i>en gén.</i> aller vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φοιτάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:50, 11 December 2022
English (LSJ)
Ion. ἐπιφοιτ-έω, A come habitually or in addition, πλεῦνος αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος Hdt.1.97; οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες the subsequent arrivals, Id.9.28; ὁ ἐπιφοιτῶν κέραμος every new wine-jar imported, Id.3.6; ἐ. ἐς.. to go about to different places, Th.1.135; τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες visiting, invading it, ib.81; τὰς πόλεις Jul.Or.7.221b: c. dat., τοῖς θεάτροις Ael.VH2.13. 2 c. dat. pers., σπάνιος ἐ. σφι visits them rarely, of the Phoenix, Hdt.2.73, cf. Ph.1.265, Palaeph.37, Luc.Am.9, etc. 3 c. acc. pers., of visions, haunt, Hdt.7.16.γ, cf. 15; of a disease, recur, Hp.Coac.316; spread, ἅπασι [τοῖσι νεύροισι], of rheumatic pains, Aret.SD2.12; ἐπεφοίτα πανταχόσε he went round to every ship, Plu.Ant.65. 4 in mal. part., ταῖς θυγατράσι τινός Hdn.5.3.10.
German (Pape)
[Seite 1000] hinzugehen, -kommen, οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Her. 9, 28, öfter; von Traumbildern, 7, 15. 16; von Sachen, ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος 3, 6; τινί, zu Einem, 2, 73; ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον Thuc. 1, 135; Sp., τὰς πόλεις, besuchen, Iulian.; feindlich einfallen, Thue. 1, 81. – Häufig, u Einem kommen, besuchen, Luc. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 venir de nouveau ou souvent dans un lieu, fréquenter : ἐπ. ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον THC fréquenter le reste du Péloponnèse ; avec idée d'hostilité faire des incursions dans un pays ennemi;
2 venir vers, visiter ; en gén. aller vers, τινι.
Étymologie: ἐπί, φοιτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφοιτάω: ион. ἐπιφοιτέω
1 прибывать, приходить, посещать (ἐς Πελοπόννησον Thuc.; τινι Her.): τὸ ἐπιφοιτέον и οἱ ἐπιφοιτέοντες Her. приходящие, посетители; ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος Her. ввозимая (в Египет) глиняная посуда;
2 посещать, являться (ἐπιφοιτέον τινὶ ὄνειρον Her.);
3 совершать нападение, делать набег (τὴν γῆν Thuc.);
4 поражать (αἱ νόσοι ἐπιφοιτῶσι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφοιτάω: Ἰων. -έω, μεταβαίνω που συχνά, συχνάζω, πλεῦνος δὲ ἀεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, ἀντὶ πλεύνων δὲ ἀεὶ γινομένων τῶν ἐπιφοιτεόντων, τῶν προσερχομένων νὰ δικασθῶσιν, Ἡρόδ. 1. 97., 9. 28· ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος, τὰ ἀεὶ εἰσαγόμενα ἀγγεῖα οἴνου, ὁ αὐτ. 3. 6· ἐπ. ἐς..., περιέρχομαι εἰς διάφορα μέρη, Θουκ. 1. 135· ὥστε τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες, ὥστε εἰσβάλλοντες νὰ δῃῶμεν τὴν γῆν, αὐτόθι 81. 2) μετὰ δοτ. προσ., σπάνιος ἐπιφοιτᾷ σφι, σπανίως ἐπισκέπτεται αὐτούς, περὶ τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τῶν Αἰγυπτίων φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπὶ ὀνείρων, φῄς τοι... ἐπιφοιτᾶν ὄνειρον θεοῦ τινος πομπῇ Ἡρόδ. 7. 16, πρβλ. 15. 16· ἐπὶ νόσου, ἐπανέρχομαι, Ἱππ. 169C, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἐπεφοίτα πανταχόσε, μετέβαινε πανταχοῦ, Πλουτ. Ἀντ. 65.
Greek Monotonic
ἐπιφοιτάω: Ιων. —έω, μέλ. -ήσω,
1. έρχομαι εξακολουθητικά, επισκέπτομαι ξανά και ξανά, πηγαίνω κάπου επανειλημμένα, συχνάζω, τὸ ἐπιφοιτέον ή οἱ ἐπιφοιτέοντες, οι επισκέπτες, σε Ηρόδ.· ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος, οι κανάτες κρασιού που έρχονταν συνέχεια, στον ίδ.· ἐπ. ἐς..., περιφέρομαι, περιηγούμαι σε διάφορα μέρη, σε Θουκ.
2. με δοτ., σπάνιος ἐπ. σφι, τους επισκέπτεται σπάνια, λέγεται για τον Φοίνικα, σε Ηρόδ.
3. με αιτ. προσ., λέγεται για οράματα, στοιχειώνω, βασανίζω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to come habitually to, visit again and again, τὸ ἐπιφοιτέον or οἱ ἐπιφοιτέοντες the visitors, Hdt.; ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος the wine-jars which are regularly imported, Hdt.; ἐπ. ἐς . . to go about to different places, Thuc.
2. c. dat., σπάνιος ἐπ. σφι visits them rarely, of the Phoenix, Hdt.
3. c. acc. pers., of visions, to haunt, Hdt.