inexorable: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(2)
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse1
{{Woodhouse1
|Text=[[File:woodhouse_436.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_436.jpg}}]]'''adj.'''
|Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_436.jpg}}]]
P. [[ἀπαραίτητος]], P. and V. [[σχέτλιος]], Ar. and V. [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]], V. [[νηλής]], [[ἀνοικτίρμων]] (Soph., ''Frag.''), [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]].
===adjective===
[[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχέτλιος]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles]], ''Fragment''), [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]].
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀκρότομος]], [[αἰπύς]], [[ἀσκελής]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπειθής]], [[ἀδιάφυκτος]], [[ἄθεστος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀνεκδυσώπητος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαράπειστος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἄλλιτος]], [[ἄλιστος]], [[ἀλιτάνευτος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀφειδής]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμάλακτος]], [[ἀναγκαστικός]], [[ἀνουθέτητος]], [[ἀπροσωπόληπτος]], [[ἀσυγγνώμων]], [[ἀσύγγνωστος]]
|sltx=[[ἄγναμπτος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδέητος]], [[ἀδιάστροφος]], [[ἀδιάφυκτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἄθεστος]], [[αἰπύς]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀκήλητος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀκρότομος]], [[ἄλιστος]], [[ἀλιτάνευτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀλλιτάνευτος]], [[ἄλλιτος]], [[ἀμάλακτος]], [[ἀμάλθακτος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀναγκαστικός]], [[ἀνεκδυσώπητος]], [[ἀνεπιστρεφής]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἄνοικτος]], [[ἀνουθέτητος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράκλητος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαράπειστος]], [[ἀπαράτρεπτος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπειθής]], [[ἀπροσωπόληπτος]], [[ἀσκελής]], [[ἄσπονδος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀστυφέλικτος]], [[ἀσυγγνώμων]], [[ἀσύγγνωστος]], [[ἀσυγχώρητος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀτενής]], [[ἀφειδής]], [[δυσάλγητος]], [[δυσαξίωτος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπαράκλητος]], [[δυσπαρήγορος]], [[νηλής]], [[πανάθεστος]], [[σχέτλιος]]
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 26 December 2022

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for inexorable - Opens in new window

adjective

P. ἀπαραίτητος, P. and V. σχέτλιος, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος, V. νηλής, ἀνοικτίρμων (Sophocles, Fragment), δυσπαραίτητος, δυσάλγητος.

Spanish > Greek

ἄγναμπτος, ἀγνώμων, ἀδάμαστος, ἀδέητος, ἀδιάστροφος, ἀδιάφυκτος, ἀδυσώπητος, ἄθεστος, αἰπύς, ἄκαμπτος, ἀκήλητος, ἀκίχητος, ἀκρότομος, ἄλιστος, ἀλιτάνευτος, ἄλλιστος, ἀλλιτάνευτος, ἄλλιτος, ἀμάλακτος, ἀμάλθακτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάπειστος, ἀναγκαστικός, ἀνεκδυσώπητος, ἀνεπιστρεφής, ἀνοικτίρμων, ἄνοικτος, ἀνουθέτητος, ἀπαραίτητος, ἀπαράκλητος, ἀπαραμύθητος, ἀπαράμυθος, ἀπαράπειστος, ἀπαράτρεπτος, ἀπαρηγόρητος, ἀπειθής, ἀπροσωπόληπτος, ἀσκελής, ἄσπονδος, ἀστεμφής, ἀστυφέλικτος, ἀσυγγνώμων, ἀσύγγνωστος, ἀσυγχώρητος, ἄτεγκτος, ἀτενής, ἀφειδής, δυσάλγητος, δυσαξίωτος, δυσκίνητος, δυσπαραίτητος, δυσπαράκλητος, δυσπαρήγορος, νηλής, πανάθεστος, σχέτλιος