εὐνομία: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />ordre bien réglé ; bonne législation, justice, équité ; bonne observation des lois, ordre régulier.<br />'''Étymologie:''' [[εὔνομος]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br />action de faire paître dans de bons pâturages.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νομός]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />ordre bien réglé ; bonne législation, justice, équité ; bonne observation des lois, ordre régulier.<br />'''Étymologie:''' [[εὔνομος]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br />[[action de faire paître dans de bons pâturages]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νομός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:40, 8 January 2023
English (LSJ)
Ep. and Ion. εὐνομίη, ἡ, A good system of laws and government, good system of laws, good legislation, good order, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Od.17.487; ἐν εὐ. εἶναι Xenoph.2.19; μετέβαλον ὧδε ἐς εὐ. Hdt.1.65, cf. 2.124: pl., εὐνομίῃσι πόλιν κάτα… κοιρανέουσ' h.Hom.30.11, cf. Pl.Sph.216b; ἀπόλεμος εὐ. Pi.P.5.67, cf. AP6.195 (Arch.); Καίσαρος εὐ. ib.236 (Phil.); εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέχεσθαι Pl.R.425a; οὐκ ἔστι εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ Arist.Pol.1294a3, cf. 1280b6, Pl. Def.413e; οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας, title of officials in Crete, GDI5075.35 (Latos). 2 loyalty to divine law, εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ S.Aj.713 (lyr.). 3 personified as daughter of Themis, Hes.Th.902, cf. Pi.O.9.16, 13.6, B.12.186, D.25.11, Lyr.Adesp.140.6, IG2.1598; title of a poem by Tyrtaeus, cf. Arist.Pol.1307a1, Str.8.4.10. 4 observance of the laws of art, εὐ. μουσική Longus 2.35. II (εὔνομος ΙΙ) diligence in foraging: metaph., of bees, Philostr.Im.2.2; regularity in pasturing, of sheep, Longus 1.5.
German (Pape)
[Seite 1083] ἡ, 1) gute Gesetze, gesetzliche Ordnung, einmal bei Hom., Odyss. 17, 487 θεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες, Scholl. εὐνομίην: ἅπαξ εἴρηται παρὰ τῷ ποιητῇ; Plat. Soph. 216 b ὕβρεις τε καὶ εὐνομίας τῶν ἀνθρώπων καθορᾶν, wie auch H. h. 30, 11 den plur. hat, εὐνομίῃσι πόλιν κάτα κοιρανέουσι. Das Wort νόμος kommt bei Hom. nicht vor, denn Zenodots Lesart Odyss. 1, 3 πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω is. Scholl.) ist ohne Zweifel zu verwerfen; das Wort εὐνομίη leitete Aristarch von εὖ νέμεσθαι ab, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 348. – Pind. εὐν. ἀπόλεμος, der Friede, P. 5, 67, u. personificirt, s. nom. pr.; vgl. καὶ σέο φῶτες πρὸς βαιὸν τόξων εὐνομίην ἄγομεν, wir haben Ruhe vor deinem Bogen, Alph. 3 (Plan. 212). Bes. = die Beobachtung der Gesetze, wie Arist. pol. 4, 8 bemerkt οὐκ ἔστι δὲ εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ ff.; Plat. defin. 413 e εὐν. πειθαρχία νόμων σπουδαίων; vgl. Soph. θεῶν θέσμι' ἐξήνυσ' εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ, Ai. 699; Ar. Av. 1540; – in Prosa, εἶναι ἐν Αἰγύπτῳ πᾶσαν εὐνομίην Her. 2, 124; ὅταν παῖδες εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέξωνται Plat. Rep. IV, 425 a; ἐν ταῖς ψυχαῖς Legg. XII, 960 d. – Long. 2, 35 εὐν. μουσική, gute Melodie. – 2) die gute Weide, Philostr. imagg. 2, 2; vgl. Long. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
ordre bien réglé ; bonne législation, justice, équité ; bonne observation des lois, ordre régulier.
Étymologie: εὔνομος.
2ας (ἡ) :
action de faire paître dans de bons pâturages.
Étymologie: εὖ, νομός.
Russian (Dvoretsky)
εὐνομία: эп.-ион. εὐνομίη ἡ тж. pl. законность, правовой порядок, справедливость Hom., Hes., Her. etc.: εὐνομίᾳ μεγίστᾳ Soph. по древнейшему обычаю или установлению.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνομία: Ἰων. εὐνομίη, ἡ, καλὴ ἐφαρμογὴ τῶν νόμων, καλὴ διοίκησις, τάξις, εὐταξία, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες, εὐνεμεσίαν (εὐνεμησίαν Barn), καθ’ ἣν εὖ νεμόμεθα καὶ διατελοῦμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 487· μετέβαλον ὧδε ἐς εὐν. Ἡροδ. 1. 65· πληθ., εὐνομίῃσι πόλιν κάτα … κοιρανέουσιν Ὁμ. Ὕμν. 30. 11, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 216Β· ἀπόλεμος εὐν. Πινδ. Π. 5. 90· εὐνομίᾳ σέβειν Σοφ. Αἴ 712, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 195, 236· εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέχεσθαι Πλάτ. Πολ. 425Α. κατὰ τὸν Ἀριστ., οὐκ ἔστι δὲ εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δὲ· διὸ μίαν μὲν εὐνομίαν ὑποληπτέον εἶναι τὸ πείθεσθαι τοῖς κειμένοις νόμοις, ἑτέραν δὲ τὸ καλῶς κεῖσθαι τοὺς νόμους οἷς ἐμμένουσιν Πολιτικ. 4. 8, 6, πρβλ. 3. 9, 8· κατὰ δὲ Πλάτ. (Ὅροι 413Ε), εὐνομία πειθαρχία νόμων σπουδαίων: - οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας, παραπλήσιον τῷ νομοφύλακες, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 59. 2) προσωποπ. ὑπὸ Ἡσ. ἐν Θεογονίᾳ 902 ὡς θυγάτηρ τῆς Θέμιδος, πρβλ. Πίνδ. ἐν Ο. 9. 26., 13. 6 κἑξ., Δημ. 772. 23· οὕτως ὡς ὄνομα ποιήματος τοῦ Τυρταίου, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 4, Στράβ. 362. 3) εὐκαμψία τῆς φωνῆς, ἐν τῇ μουσικῇ, Λόγγος 2. 3. ΙΙ (εὔνομος ΙΙ) ἐπιμέλεια ἐν τῇ νομῇ καλὴ βοσκή, μεταφ. ἐπὶ μελισσῶν, Φιλοστρ. 812, Λόγγος 1. 5.
English (Slater)
εὐνομία concord, love of order ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν (P. 5.67) τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας (Pae. 1.10) pro pers., Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16) ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ Εἰρήνα (O. 13.6)
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ εὐνομία, Α επικ. και ιων. τ. εὐνομίη)
[[[εύνομος]] Ι]
η ύπαρξη καλών νόμων καθώς και η πιστή εφαρμογή τους, η χρηστή διοίκηση, η τάξη, η ευταξία («ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες», Ομ. Οδ.)
μσν.-αρχ.
η προσήλωση στην τήρηση τών θρησκευτικών εντολών και κανόνων
αρχ.
1. φρ. «οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας» — τίτλος υπαλλήλων στην Κρήτη
2. ως κύριο όν.
η Εὐνομία
προσωποποίηση της ευνομίας, ως κόρης της Θέμιδος («τὴν τὰ δίκαια ἀγαπῶσαν Εὐνομίαν περὶ πλείστου ποιησαμένους», Δημοσθ.)
3. τίτλος ποιήματος του Τυρταίου
4. η τήρηση τών κανόνων, τών νόμων της τέχνης («εὐνομία μουσική», Λόγγ.).
(II)
εὐνομία, ἡ (Α) [[[εύνομος]] II]
1. (για πρόβατα) η ομαλότητα, η κανονικότητα στη νομή, στη βοσκή
2. (για μέλισσες) η επιμέλεια, η τάξη στη βοσκή, η καλή βοσκή.
Greek Monotonic
εὐνομία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. καλή εφαρμογή των νόμων, καλή διοίκηση, τάξη, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
2. προσωποπ. από τον Ησίοδ. ως κόρη της Θέμιδας.
Middle Liddell
εὐνομία, ἡ,
1. good order, order, Od., Hdt., Attic
2. personified by Hes. as daughter of Themis.