ῥοΐσκος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥοΐσκος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[ρόδι]]<br /><b>2.</b> [[κουμπί]] ή [[θύσανος]], με [[σχήμα]] ή με [[χρώμα]] ρόιδου, [[κόσμημα]] τών ιερατικών στολών, [[κυρίως]] στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥόα</i> «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίσκος</i>). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>roiko</i>)].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />μικρό [[ρυάκι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥοΐσκος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[ρόδι]]<br /><b>2.</b> [[κουμπί]] ή [[θύσανος]], με [[σχήμα]] ή με [[χρώμα]] ρόιδου, [[κόσμημα]] τών ιερατικών στολών, [[κυρίως]] στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥόα</i> «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[καλαμίσκος]]). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>roiko</i>)].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />μικρό [[ρυάκι]].
}}
}}

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοΐσκος Medium diacritics: ῥοΐσκος Low diacritics: ροΐσκος Capitals: ΡΟΪΣΚΟΣ
Transliteration A: rhoḯskos Transliteration B: rhoiskos Transliteration C: roiskos Beta Code: r(oi/+skos

English (LSJ)

(A), ὁ, Dim. of ῥόα, A small pomegranate: hence, knob or tassel shaped like a pomegranate, LXX Ex.28.29(33), al., J.AJ3.7.4.
ῥοΐσκος (B), ὁ, Dim. of ῥοή, rivulet, brook, IG14.352 i 16, al. (Halaesa).

German (Pape)

[Seite 848] ὁ, dim. von ῥόος, kleiner Fluß, Bächlein, kleiner Wassergraben, Inscr. ὁ, dim. von ῥόα, eine kleine Granate, auch eine Bommel, Troddel. von Gestalt einer Granate, die als Zierrath getragen wurde, LXX.

Russian (Dvoretsky)

ῥοΐσκος: ὁ [demin. к ῥοιά помпон (украшение на платье) Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοΐσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ ῥόα, μικρὰ ῥοιά, ὡσαύτως κόμπος κοσμητικὸς ἢ κροσσὸς ἔχων τὸ χρῶμα ῥοϊδίου. Λύκων παρὰ Διογ. Λ. 5. 72, Ἑβδ (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 4, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 343. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ῥοΐσκοι, κόμποι χρυσοΰφαντοι, ὅμοιοι ῥοιαῖς, εἰς κόσμον δὲ ὄντες τῆς τοῦ ἱερέως στολῆς».

Greek Monolingual

(I)
ο / ῥοΐσκος, ΝΜΑ
1. μικρό ρόδι
2. κουμπί ή θύσανος, με σχήμα ή με χρώμα ρόιδου, κόσμημα τών ιερατικών στολών, κυρίως στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. καλαμίσκος). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (πρβλ. roiko)].
(II)
ὁ, Α ῥόος / ῥοή]
μικρό ρυάκι.